United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους.

Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.

Επειδή της ιδέας οι αλυσίδες εύκολα δε σπάνουν, και μήτε θέλει ο υποταγμένος της να τις σπάση, μια και καλοδεθή. Μα η δύναμη αυτή του Ελληνισμού, που σκόρπισε ατέλειωτη ζωή και καλοτυχιά στην οικουμένη, που βάφτισε τον κόσμο μέσα σταθάνατο νερό της αλήθειας, άφινε σαπίλα και θάνατο μέσα στη μεγάλη καρδιά του.

Όσο προχωρούμε στη ζωή, τόσο το χαλκιάδικο που κλειούμε στην ψυχή μας σφυρηλατεί αλυσίδες. Και τι αλυσίδες, Θεέ μου! δυνατές κι άλυτες, σαν του Ηφαίστου το δίχτυ γύρω στους θείους μοιχούς. Ο αράθυμος πολεμιστής, που κρύβει καθένας μέσα του, μπουχτίζει της Αφροδίτης τα κάλλη και θέλει να πετάξη στους γαλάζους κόσμους της γνώσης και της σπουδής. Μα του κάκου αγωνίζεται!

Ο ντον Τζάμπε κόντεψε να τρελαθεί• έτρεξε από εδώ και από εκεί, σ’ όλα τα γύρω χωριά και στα παράλια ψάχνοντας τη Λία, κανείς όμως δεν ήξερε να του δώσει νέα της. Στο τέλος εκείνη έγραψε στις αδελφές της λέγοντάς τες ότι βρισκόταν σε σίγουρο μέρος και ότι ήταν ευχαριστημένη που έσπασε τις αλυσίδες της. Οι αδελφές της όμως δεν τη συγχώρεσαν, δεν της απάντησαν.

Ρώτηξε τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που νάχη πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέση το νου, την &ιδέα;& Αν η ιδέα έχη μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστή ο φίλος και να κόψη το κεφάλι που τις γεννάει. Μα που να κόψη και την ιδέα!

Εις μίαν τέτοιαν αξιοθρήνητον θεωρίαν, εγέμισα από θυμόν και οργήν· ω ωραία μου Γουλνάζε, εφώναξα, εις τι κατάστασιν σε ευρίσκω; ποία βάρβαρα χέρια ημπόρεσαν να σε φορτώσουν αυτά τα σίδερα; Αχ, αγαπημένε μου Σειρμώγ, μου απεκρίθη αυτή· είσαι εσύ εκείνος, που βλέπω; ποία κακή τύχη σε εμετάφερεν εδώ; αλλοί εις εμέ θέλεις γένει ογλήγωρα και εσύ θυσία της σκληράς αδελφής μου· εκατάλαβεν αυτή πως σε ελευθέρωσα, και διά να με παιδεύση, με έβαλεν εις τούτες τες αλυσίδες, και ευρίσκομαι εδώ από εκείνον τον καιρόν που σε ελευθέρωσα· μα εκείνο που με θλίβει περισσότερον είναι ο κίνδυνος εις τον οποίον ευρίσκεσαι και του λόγου σου.

Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ' ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανωλιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βώδι ή άλογο. — Αυτός δε δένεται. Και μ' αλυσίδες να τόνε δέσης θα τσι σπάση. Ας τον αφήσωμε να ξεθυμάνη η κουζουλάδα του. Ας δείρη κι' ας τόνε δείρουνε.

Τα γεγονότα θα λογίζωνται σαν ανάξια εμπιστοσύνης, η Αλήθεια θα βρεθή πως μοιρολογάει απάνω στις αλυσίδες της και η Ρομάντσα με τον αέρα της το θαυματουργό θα ξανάρθη στη χώρα. Αυτή η όψη του κόσμου θ' αλλάξη μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας.

Οι αλυσίδες τον κρατούν εκεί και τον παραδίνουν στα χασκογελάσματα και στην περιφρόνηση των συνόμοιων του. Έτσι την έπαθε τώρα ο Αλαμάνος. Θες αρρώστεια των γονιών του, θες ο πόθος της ερωταριάς· ή — γιατί όχιτο ανέλπιστο άνοιγμα μιας έδρας δασκαλικής κ' η Σοφία ζάρωσε σα χελώνα μπροστά στη σιδερένια φτέρνα της Ανάγκης. Και όμως ο νέος σοφός είχε μεγάλα σχέδια στο κεφάλι του.