Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Κατέω κ' εγώ; ... Θα τονε δέση, λέει. — Τα ίδια μου 'λεε κι ο κουζούλακας ο Αστρονόμος, είπε γελών ο Μανώλης. — Κ' η Ζερβούδαινα μευρήκε στη στράτα και μου 'λεε πως το 'κουσε κι' αυτή, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Τον κακό τση τον καιρό! ανεφώνησε με θυμόν ο Σαϊτονικολής. Όλα τακούει και σε όλα είνε μέσα η Αλογόμυγια! — Γιάιντα την ατιμάζεις την κακομοίρα; είπεν η Ρηγινιώ.

Στα χέρια δεν τονε φοβάσαι, μαυτός είνε μάγος· κατές το; — Αι, και πως είνε μάγος είντα μπορεί να μου κάμη; Ο Αστρονόμος εχαμήλωσε την φωνήν και είπε με τρόπον μυστηριώδη: — Να σε δέση! Ο Μανώλης ητένισεν απορών τον Αστρονόμον: — Να με δέση! — Ναι, να σε δέση. Ο Μανώλης εγέλασε. — Κεγώ τα χέρια μου πού θα τάχω;

Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του.

Αλλ' ο Μανώλης έλαβε σχοινίον από το σάγμα του ημιόνου του Τερερέ με την ιδέαν κατ' αρχάς να τον δέση εις την ουράν του ημιόνου και να μαστίση έπειτα το ζώον διά να φύγη σύρον όπισθέν του τον μάγον. Την ιδέαν αυτής της εκδικήσεώς του έδωκε μία ανάμνησις από παραμύθι, το οποίον είχεν ακούση κατά την μικράν του ηλικίαν.

Εάν δε κανείς από αυτούς πατήση το έδαφος του φονευθέντος, ο πρώτος συναντήσας αυτόν εκ των συγγενών του φονευθέντος ή εκ των πολιτών ας τον φονεύση χωρίς ζημίαν ή ας τον δέση και ας τον παραδώση εις τους άρχοντας εκείνους, οι οποίοι τον εδίκασαν, όστις δε καταγγέλλει ας ζητήση και εγγύησιν διά τον καταγγελλόμενον.

Ρώτηξε τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που νάχη πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέση το νου, την &ιδέα;& Αν η ιδέα έχη μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστή ο φίλος και να κόψη το κεφάλι που τις γεννάει. Μα που να κόψη και την ιδέα!

Αλλά πού τώρα σπληνάντερα και κοκορέτσι, και πού τα τυροπ' τάρια; Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσε, και εκάθησεν υπό την σκιάν μεγάλης ελαίας της μικράς επαύλεως. Ο αγωγιάτης απέθεσε τα πράγματα εντός του καλυβιού, κ' επήγε να δέση το ζώον. Είχεν ειπή εις την γυναίκα ότι θα υπάγη δι' ολίγας ημέρας ν' αλλάξη τον αέρα στο καλύβι, και ότι δεν θέλει κανένα μαζύ του.

Ο πονηρός Αστρονόμος απέφυγε να σαφηνίση το πράγμα· είπε μόνον: — Δεν αφίνει αυτός το Πηγιό έτσα εύκολα να του το πάρη άλλος. Ό,τι μπορεί θα το κάμη. Ο Μανώλης ενόησε τότε διατί ο πατέρας του και οι άλλοι έλεγαν τον Αστρονόμον «κουζουλόν». Μόνον τρελλός ηδύνατο να πιστεύση ότι ήτο ικανός ο σπασμένος ο Τερερές να δέση τον Μανώλην. Αν τον εύρισκε κοιμισμένον, μπορεί.

Ψέμματα θαρρείς πως σου το λέω; Σα δε μου πιστεύγεις να ρωτήξης και τη μάνα μου ... Ο Τερερές φοβερίζει πως θα με δέση. — Σώπα, λέω, διάολε, σώπα! ανεφώνησεν ο Στρατής με παραφοράν. Ομπρός σε γυναίκες δε λένε τέτοια πράμματα. Το βλέμμα του Μανώλη εστρέφετο από του Στρατή εις την Πηγήν με απελπιστικήν απορίαν. Κάτι επεχείρησε και πάλιν να είπη, αλλ' ο Στρατής δεν του έδωκε καιρόν.

Πέρα μακρυά σε ύψωμα, 'Σ την άκρη μιας κοιλάδος, Σε ύψωμα κατάσκιο, Σε δροσερά χορτάρια Εις κύκλον εκαθόντανε Όλα τα παλληκάρια, Που τόσω, τόσω δόξασαν Τ' όνομα της Ελλάδος. Τ' ανδρειωμένα τα παιδιά, Πουτης σκλαβιάς τη μέση Εκάμανε απόφασι Να ρίξουν το ζυγό τους, Ναυρούνε ή τη 'λευτεριά Ή τονέ θάνατό τους. Καιτην ομόνοια 'βάλανε Τον όρκο να τους δέση.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν