United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα.

Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας.

Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους. — Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.

Κι' ο Δαυίδ λέει: «Ποτήριον εν χειρί Κυρίου οίνου ακράτου... πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γης». Όθεν δεν μπορεί να γλυτώση ο αμαρτωλός απ' το κατακάθι του ποτηριού, «της οργής του Θεού». Ο καπετάν Γεωργάκης ήκουεν, αλλά δεν ενόει καλώς, και δεν απήντησεν.

Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.

Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο-καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!

Μου παρέστησεν ότι ο πατέρας του, όπως και σεις συγκατετίθεσθε εις τον γάμον μας· τώρα δεν ημπορώ να έλθω εις το σπίτι σας. Ξέρετε αυτό με πειράζει φοβερά. Το ψέμα του Κώστα, είναι ασυγχώρητον, δεν θα έλθω βέβαια να παίζω κωμωδίες...... Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μια ιδέα! Νάρθης αύριο το πρωί στης εννηά. Μόλις θα μας ιδής και θα σε δούμεν. Ο Γεωργάκης θα έχη φύγει.

Άλλοι τόσοι εξωμερίται και βοσκοί, ο Σκαρλάτος κ' οι γείτονες, συνηθροίσθησαν εις την μικράν έπαυλιν. Ο καπετάν Γεωργάκης είχεν αποθάνει την προλαβούσαν νύκτα. Εκείνος τον οποίον είχεν ιδεί το μεσημέρι, ο άγγελος ή ο χάρος, είχεν ξαναέλθει περί τα μεσάνυκτα, καθώς προείπεν ο καπετάν Γεωργάκης, και τον «έκοψε».

Αλλά πού τώρα σπληνάντερα και κοκορέτσι, και πού τα τυροπ' τάρια; Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσε, και εκάθησεν υπό την σκιάν μεγάλης ελαίας της μικράς επαύλεως. Ο αγωγιάτης απέθεσε τα πράγματα εντός του καλυβιού, κ' επήγε να δέση το ζώον. Είχεν ειπή εις την γυναίκα ότι θα υπάγη δι' ολίγας ημέρας ν' αλλάξη τον αέρα στο καλύβι, και ότι δεν θέλει κανένα μαζύ του.

Συγχρόνως εσφενδόνισε την ράβδον προς τα κάτω, ήτις στρυφοδονήσασα επήγε τριάντα βήματα μακράν τον κατήφορον και πεσούσα εκτύπησε την ρίζαν μιας νεοφύτου ελαίας. — Τι τρέχει, αδελφέ; είπεν ο γέρο-Πέτρος. — Να τος! να τος! έκραξεν έξαλλος ο καπετάν Γεωργάκης, δεικνύων αριστερώτερα ολίγον του μέρους, όπου είχε πέσει η ράβδος. Ο γέρο-Πέτρος εσηκώθη κ' έκαμε τον σταυρόν του.