United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επερίμενον να ίδωσι τον θυμόν του Μάχτου, ίσως και απόπειράν τινα βιαίαν αυτού, και ούτω το σκανδαλώδες και περίεργον του πράγματος θα εξηκολούθει παριστώμενον εις μήκος. Ποίαν καλλιτέραν ψυχαγωγίαν ηδύναντο να εύρωσι τόσοι άνθρωποι; Και αν είχε τις εξ αυτών εργασίαν, προθύμως ήθελε την αφήσει όπως ψυχαγωγηθή. Πολλώ μάλλον αν ήσαν αργοί. — Να πλύνης; επανέλαβεν ο Μάχτος. — Ναι, είπεν η Αϊμά.

Μήπως εις τον Ρωσικόν στρατόν δεν εκπροσωπούνται τώρα τόσοι λαοί μη Ρώσοι και μη Σλαύοι; Μήπως ο στρατός του μεγάλου Βρεττανικού κράτους δεν σύγκειται εν μέρει και εξ αλλοφύλων; Είναι αληθές ότι εις τον στρατόν του Ιουστινιανού κατά μείζονα αναλογίαν επεκράτει το μη Ελληνικόν βαρβαρικόν στοιχείον· αλλά τούτο έχει την ιδιαιτέραν αυτού αιτίαν.

Ελπίζω, είπεν, ότι δεν θα χρονίση και αυτός ωσάν τον άλλον. — Τον έλεγα με τον νουν μου γεροντότερον, υπέλαβεν η Κυρά Λοξή. — Ποίον; ηρώτησεν ο έπαρχος. — Τον ιατρόν. — Δεν είναι δα και τόσον νέος. — Ποτέ να μη 'πεθάνη! επανέλαβεν η γραία. — Άξιος ιατρός, επρόσθεσεν ο έπαρχος. Κάμνει θαύματα! — Θαύματα αλήθεια! Τόσοι και τόσοι εις το νησί μας του χρεωστούν το φως των!

Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου! όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω. Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει! Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

ΚΥΝ. Ώστε να μη σας ερωτήσω, σε και την Πρόνοιαν και την Ειμαρμένην, διατί ο Φωκίων, ο οποίος ήτο έντιμος άνθρωπος, απέθανεν εις τόσην πενίαν και στέρησιν και ο Αριστείδης προ αυτού, ο Καλλίας δε και ο Αλκιβιάδης, νέοι διεφθαρμένοι, είχαν μεγάλα πλούτη και ο Μειδίας ο αυθάδης και ο Χάροψ ο Αιγινήτης, άνθρωπος κίναιδος, ο οποίος εφόνευσε την μητέρα του διά της πείνης; Διατί ο Σωκράτης παρεδόθη εις τους ένδεκα, ο δε Μέλητος δεν παρεδόθη; Διατί ο Σαρδανάπαλος εβασίλευεν ενώ ήτο θηλυπρεπής, τόσοι δε χρηστοί άνδρες εκ των Περσών εθανατώνοντο υπ' αυτών κατά σκληρότατον τρόπον, διότι δεν επεδοκίμαζον τα γινόμενα; Και διά να μη σας αναφέρω τα σύγχρονα λεπτομερώς, και σήμερον οι μεν φαύλοι και οι πλεονέκται ευτυχούν, οι δε τίμιοι και αγαθοί άνθρωποι ζουν πτωχοί και βασανίζονται υπό μυρίων νοσημάτων και δυστυχημάτων.

Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο Ρένας. — Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό. Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα. — Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.

Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• «Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συτην πόλι 375 έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης

Ο δε Αλέξανδρος ως δικαιολογίαν διά τα γενόμενα έφερε την γελοίαν Δελφικήν εξήγησιν και τον χρησμόν του Κροίσου και έλεγεν ότι ο θεός προείπε νίκην, αλλά δεν εδήλωσεν αν θα είνε νίκη των Ρωμαίων ή των αντιπάλων. Ενώ δε τόσοι πολλοί συνέρρεον, ώστε η πόλις δεν ηδύνατο πλέον να τους χωρέση και αρκετά τρόφιμα διά τόσον πληθυσμόν δεν είχεν, ο Αλέξανδρος επενόησε τούς νυκτερινούς καλουμένους χρησμούς.

Κ' επαλάμισε τον υποκόπανον του όπλου μετά τινος πεποιθήσεως, την οποίαν δεν είχε βεβαίως ούτε ο Καραϊσκάκης, ότε επί της Γαλλικής φρεγάτας απέρριπτε τας προτάσεις του Κιουταχή, φωνών το ιστορικόν εκείνο: «πασάς — η πάλλα μου!». Ο Χειμάρρας ήδη έγεινεν εκτός εαυτού· ο νεόπλουτος κατήντησεν ανυπόφορος!. Δεν εχλεύαζε πλέον τους σημερινούς ληστάς αλλά και τους άνδρας του Αγώνος· έπειτ' από το λεφούσι ήρχετο η παληοκαπότα!. . Κ' έλεγε παληοκαπόταν ο ενωμοτάρχης την χρυσοφορεμένην και αρματοστόλιστον εκείνην γενεάν, η οποία εξέπληξεν όλον τον κόσμον, την οποίαν εζήλευσαν τόσοι βασιλείς!. . Διά μίαν στιγμήν ο νους του γέροντος εζαλίσθη και δεν ήξευρε καλά καλά πού ευρίσκετο.