United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις μάτην ο δυστυχής Βελμίννης έκραζεν επικαλούμενος έλεος, λέγων ότι καλλίτερον ήτο να τον ρίψωσιν εις την θάλασσαν ν' αποθάνη τον οικείον εις τους ναυτικούς θάνατον, αλλά τα θηρία τον άφησαν δέσμιον και απήλθον.

Την είχε πάρει ο Διάκος Χρονιάρικη ’ς τα Γιάννινα κι' από τ' αστέρι πούχε Καταμεσής ’ς το μέτωπο την έκραζεν Α σ τέ ρ ω. Έβραζ' ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του Την έφερν' ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου. Όλοι προσμένουνε βουβοί... Κανένας πεζοδρόμοςτο ξάγναντο δε φαίνεται... ο Μήτρος, πουν' ο Μήτρος;

Και ο Λούκας μαθών εκ στόματος της Πολυμνίας το μικρόν συμβεβηκός, κρατών εις χείρας την φλάσκαν, με τας απομεινάσας ολίγας σταγόνας μοσχάτου, έκραζεν από της αντίπεραν όχθης·Στην υγειά σ', Κ'στοδουλή! Προς τι να χάνη τις την φιλίαν των φίλων του; Μη τυχόν η Πολύμνια ήτο διά σε ή δι' εκείνον; Παιδίον! Αυτή ήτο μεγαλειτέρα την ηλικίαν και των δύο σας.

Ο Αρχιμήδης βεβακχευμένος υπό της χαράς έκραζεν « Ε ύ ρ η κ α!» μετά του προβλήματος την λύσιν, ο δε μοναχός περιέτρεχε τας στοάς του Μοναστηρίου κράζων « Δ ύ ν α μ α ι!» μεγάλη τη φωνή. Από της ημέρας εκείνης κατελήφθη από παραδόξου μονομανίας, ην ούτε η μάστιξ ούτε η ξηροφαγία ούτε η ψυχρολουσία ούτε άλλη τις του καλογηρικού φαρμακείου συνταγή ηδυνήθη να θεραπεύση.

Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος. — Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία. — Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης. — Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Μετά πάσαν κατά της σαρκός νίκην αντί να ψάλλη επινίκια έκλαιεν η Ιωάννα την απολεσθείσαν ευκαιρίαν. « Μ ί α α κ ό μ η τ ο ι α ύ τ η ν ί κ η κ α ι ε χ ά θ η ν» έκραζεν ο Πύρρος, αριθμών τους πεσόντας στρατιώτας του, ταύτα έλεγε και η Ιωάννα, αποσπώσα μετά άγρυπνον νύκτα τρεις λευκανθείσας τρίχας της.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

Αίφνης εν μέσω δύο γογγυσμών, έβαλλε μίαν φωνήν, κ' έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην και υπηρετούσαν παιδίσκην·Μη χύνης στην αυλή τα νερά· χίλιαις φοραίς σ' το είπα, στο νεροχύτη!