United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πεντήκοντα έτη παρήλθον έκτοτε, τους δε πλείστους αυτών εκάλυψε το χώμα. Μένουν όμως εισέτι ικανοί όπως συνδέωσι το παρελθόν μετά του παρόντος. Ηδυνάμην ενταύθα να τους ονομάσω.

Λέγουσι δε οι Αμμώνιοι τα ακόλουθα· αφού ανεχώρησαν εκ της Οάσεως πορευόμενοι εναντίον των διά γης αμμώδους, έφθασαν εις τον ήμισυν περίπου δρόμον μεταξύ αυτών και της Οάσεως· εκεί δε, ενώ εστάθησαν διά να γευματίσωσιν, ισχυρός και παράδοξος νότος πνεύσας επ' αυτών, ανήγειρε τοσούτους σωρούς άμμου ώστε τους εκάλυψε και διά του τρόπου τούτου εγένοντο άφαντοι.

Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων. Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.

Τον μέγαν τούτον λόγον επρόφερεν ο Μανώλης, ακουμβημένος εις την κορωνίδα του τελάρου· και όπως εκάλυψε το πρόσωπόν του με την πλατείαν του παλάμην, διά να κρύψη την εντροπήν του, εφαίνετο ως να έκρυπτε δάκρυα. Η Πηγή τον ητένισε με ανησυχίαν και είπε, πνιγομένη υπό συγκινήσεως: — Και μαλώνει σ' αφέντης σου; — Να, αν του πη ο μάστορας πως έφυγ' από το χτίρι, θα χαλάση τον κόσμο ...

Από τον βαρύν τράχηλόν του το υπομέλαν αίμα, παφλάζον, εξηκοντίζετο επί των ανθέων του κήπου. Οι πόδες του εσπαράχθησαν επί του εδάφους και εξέπνευσε. Την επαύριον η πιστή Ακτή εκάλυψε το σώμα του με πολυτίμους οθόνας και το έκαυσεν επί πυράς αρωμάτων.

Προ δύο ετών, κατά τον χειμώνα, ο Στρεμμενός ο οποίος περιβάλλει διά των ρυπαρών νερών του τα Λεχαινά και φιλοδωρεί τους κατοίκους με παντοειδείς ασθενείας είχε πλημμυρίσει εκ των πολλών βροχών και κατέκλυσε τας πλησίον των όχθων του αυλάς, κήπους, οικίσκους και μάνδρας, εκάλυψε δε ή παρέσυρε τας ξυλίνας γεφύρας. Ούτω διεκόπη πάσα συγκοινωνία της μιας συνοικίας μετά της άλλης.

Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . . Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.

Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον: — Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς; — Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος. Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά μίαν στιγμήν είπεν: — Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου. Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των. Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην. Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης : Α ! οι Τούρκοι, οι Τούρκοι ! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.