United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και εις την φωνήν δεν είχε, καλέ, κάτι τι από το βέλασμα του τράγου; Έπειτα ήτο κακοζωσμένος, ασυστύλωτος και δεν ήξευρε να περιπατήση στο ίσωμα, αλλά συνεκρούοντο τα σφυρά του και οι πόδες του παρέσυρον και κατεκύλιον τους λίθους της οδού, και εγίνετο χαλασμός κόσμου. Τι πατούχας!

Και πώς λοιπόν! θ' αναφωνήσης βέβαια· δεν εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων περί βροχής και ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος; Όχι, αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν.

Και τότε, το επάρατον δένδρον, με το ζων ανθρώπινον φορτίον του κρεμάμενον επ' αυτού εν ανηκούστω βασάνω, βραδέως ανυψώθη υπό βραχιόνων στιβαρών, και η βάσις τούτου ενεπάγη στερρώς εις οπήν βαθείαν εις το έδαφος εσκαμμένην. Οι πόδες μικρόν μόνον ανείχον από της γης.

Δύο φοράς εκινήθησαν οι πόδες της προς τα εμπρός και πάλιν όμως συνεκρατείτο επιστρέφουσα επί των βημάτων της, φοβισμένη και ανήσυχος. Αλλ' η φλογέρα εξηκολούθει τον διάτορον αυτής συριγμόν, εις την υπερτάτην βαθμίδα του πάθους.

Οι πόδες του είχον χωθή εις την άμμον άνωθεν του αστραγγάλου, η ράχις του είχε κυρτωθή ως τόξον τεταμένον η κεφαλή του είχε κρυφθή μεταξύ των ώμων του, οι μυώνες των βραχιόνων του είχον τεντωθή τόσον, ώστε ενόμιζε κανείς ότι η επιδερμίς θα διερρηγνύετο υπό το κύρτωμά των. Είχε σταματήσει καλώς τον ταύρον.

Και ήτο φόβος μη βυθισθή η καϋμένη η βαρκούλα· τα νερά την κατέκλυζον επί μάλλον και μάλλον και τόσον, οπού στεγνόν μέρος εν αυτή δεν υπήρχε· Αι γυναίκες, φοβισμέναι, εκρατούντο από τας χείρας και συνεσφίγγοντο. Ο Αντωνέλλος είχε πλησίον του την αδελφήν του, της οποίας οι πόδες ήσαν διαρκώς εις το νερόν και ήτις έτρεμεν από το ψύχος και από τον φόβον.

Οι πόδες των μαθητών πρέπει να ήσαν πλήρης κόνεως από την πολυσύχναστον οδόν την οποίαν διήνυσαν από Βηθανίας εις Ιερουσαλήμ. Το πλύνειν τους πόδας ήτο έργον των δούλων, και αφού ουδείς προσεφέρθη να εκτελέση το ευμενές υπούργημα, ο Ιησούς Αυτός ηγέρθη από της θέσεώς Του εν τω δείπνω διά να εκτελέση την φιλικήν υπηρεσίαν την οποίαν ουδείς των μαθητών Του προσεφέρθη να κάμη προς χάριν Του.

Πολλών είχον ήδη βλαφθή οι πόδες από τον παγετόν και την υγρασίαν και ο θάνατος, ο οποίος είχεν ήδη αρχίσει να ολιγοστεύη τον αριθμόν των, παρουσιαζόμενος ως απαραίτητος εις τα όμματα εκάστου, ενέπνεε τρομεράν αθυμίαν. Ό, τι όμως εκορύφωσε τας δυστυχίας των ήτον η υπερβολική χιών, η οποία άρχισε να πίπτη την 24 του Νοεμβρίου και τους επαπειλούσε να τους ενταφιάση ζωντανούς.

Το σπήλαιον με τους φαιούς τοίχους του, κατεσχισμένους εδώ κ' εκεί κ' επικαθημένους του εδάφους, ως χονδροί πόδες μεγαθηρίου, εβυθίσθη εις μυστηριώδη σιωπήν, η οποία επίεζε πάσαν ψυχήν ανθρωπίνην.

Φορά βαρβαρική κατέκλυσε την Ελλάδα, βέβηλοι πόδες μολύνουσι τα ιερά εδάφη, βαρβαρόφωνοι φθόγγοι μιαίνουσι τας ηχούς. Απεσβέσθησαν της σοφίας τα νάματα, εξηράνθησαν αι πηγαί της γνώσεως, εσίγησαν οι μινυρισμοί της εμμούσου αηδόνος και ο Φοίβος αφηρέθη την αινετήν λύραν και την μαντικήν δάφνην.