United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν.

Οι πόδες του είχον χωθή εις την άμμον άνωθεν του αστραγγάλου, η ράχις του είχε κυρτωθή ως τόξον τεταμένον η κεφαλή του είχε κρυφθή μεταξύ των ώμων του, οι μυώνες των βραχιόνων του είχον τεντωθή τόσον, ώστε ενόμιζε κανείς ότι η επιδερμίς θα διερρηγνύετο υπό το κύρτωμά των. Είχε σταματήσει καλώς τον ταύρον.

Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του.

Εθάμβωσε τα 'μάτια μου κ' ετάραξε τον νουν μου τάχωτον νουν, πλην δεν τολμά να τα ειπή η γλώσσα. Εξοχή παρά την Δουνσινάνην. ΜΕΝΤΗΘ Εδώ κοντά ευρίσκεται το στράτευμα των Άγγλων κι' ο Μάλκολμ επί κεφαλής, κι' ο θείος του Σιβάρδος , και ο Μακδώφ. Εκδίκησις τα στήθη των ανάπτει! Αλλά τα όσα έπαθαν είν' αρκετά να κάμουν ν' ανάψη κ' ένας ασκητής και να χωθήτο αίμα!

Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της διά να παρατηρήση αν ήσαν εν τάξει τα πάντα, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ' εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και εκύτταξεν ημάς αγρίως.

Πού να πάη τόρα να χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης·ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ.

«Νόμο βγάλαν η γυναίκες, όταν νηός τη νηά ποθή, δεν μπορεί να την πλακώση στη γρηά προτού χωθή• κι' αν προτήτερα δεν θέλη της γρηές να της γαμή, και της νηές επιθυμή, τότε κ' η γρηές θα βγαίνουν, και θα τρέχουν κούτσακούτσα, κι' ατιμωρητί θ' αρπάζουν καθε νηόν από την πούτσα! ΝΕΑΝΙΑΣ Τότε Προκρούστης θα γενώ κ' εγώ, αλλοίμονό μου! Α' ΓΡΑΥΣ θα πας με τη διάταξι και του δικού μας νόμου.

Ο έρωτας, να έχη τόσην γλύκαν, και τέτοιος τύραννος σκληρός όπου χωθή να είναι! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονον! Ο Έρωτας κι’ αν με δεμένα 'μάτια όπου θελήση να χωθή, ευρίσκει μονοπάτια! Πού θα γευθής; — Τι έπαθαν κ' επολεμούσαν πάλιν; Αλλ' όμως μη μου το ειπής, διότι το γνωρίζω. Ω! είν' εδώ μίσος πολύ και περισσή αγάπη! Αγάπη με μαλώματα! Ερωτευμένον μίσος! Ω! Κάτι, απ' το Τίποτε αρχή αρχή πλασμένον!

Εκείνος ή τα δαιμόνια απήντησαν: — «Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμεν». Ο άνθρωπος είχε χάσει το ατομικόν όνομά του. Είχε χωθή τούτο ανάμεσα εις το πλήθος εκείνο των δαιμόνων. Και πάλιν παρεκάλεσε να μη τους κλείση εις την άβυσσον, αλλά να τους επιτρέψη να εισέλθουν εις την αγέλην των χοίρων. Η επακολουθούσα διήγησις είνε δύσληπτος δι' ημάς. Δεν έχομεν την κλείδα της αληθούς σημασίας της.

Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε·Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό! Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.