Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Φαίνεται φως εκεί πέρα, είπε. — Πού; — Έλα να το ιδής αν θέλης. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εις στροφήν τινα της ατραπού, και είδε τω όντι φως λάμπον εν μέσω των θάμνων, εις χιλίων βημάτων απόστασιν. — Και τώρα θέλεις να πάμε εκεί να τους παρακαλέσωμεν να μας δεχθούν απόψε διά την νύκτα; — Όπως θέλεις, απήντησεν η Αϊμά. Επροχώρησαν.
Η Φραγκογιαννού επήρε τον δρομίσκον, τον λίαν γνωστόν εις αυτήν, στενόν και έρποντα, όπισθεν των κήπων και κάτωθεν των βράχων. Ο δρομίσκος μόλις ήτον ορατός εις την αστροφεγγιάν, καλυπτόμενος εν μέρει από τους προεξέχοντας ράμνους των θάμνων και των βάτων, οίτινες προέκυπτον από τους φράκτας των κήπων.
Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων. — Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα. — Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκι 'ς τον ώμο του. — Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι σχισμένο από το δισάκκι. Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.
Τους διέκριναν πράγματι από μακριά, ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και ωχρός, εκείνη μικρόσωμη και μελαχρινή, και οι δυο να κουβαλάνε τους κουβάδες που άστραφταν και πότε πότε χτυπούσαν ο ένας στον άλλο και το νερό ξεχειλίζοντας ανακατευόταν και έσταζε. Φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν τους κουβάδες και γελούσαν. Ο Έφις είχε ένα προαίσθημα.
Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ειξεύρη το διατί, έσπευσε προλαβών κ' εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθή αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε. Τέλος και οι έξ έγειναν άφαντοι.
Η Σμάλτω ήκουεν ευκρινώς τους κωδωνίσκους των προβάτων όπισθεν των θάμνων της αφροξυλιάς, αλλ' ήθελε να μάθη αν και ο Μήτρος, ο βοσκός αυτών, ήτο εκεί. Κατείχεν όλην της την προσοχήν αυτή η σκέψις· εβασάνιζε την ψυχήν της ολόκληρον αυτή η αμφιβολία. Καλλίτερον να ήτο και να μην ήτο πάλιν καλλίτερον, εσκέπτετο.
Τότε θραυσθέντος του αιχμηρού ξηρού κλώνου, του εμπαγέντος εν τω όπισθεν σάκκω της πεπαλαιωμένης πήρας, διερράγη μέρος αυτής, δι' ου υποχώρησαν το βαρύ χρυσοφόρον δοχείον κατέπεσε, κυλισθέν επί των θάμνων κάτω. Εκεί παρ' ολίγον να πέση άπνους ο ληστής. Τότε εθόλωσεν ο νους του, ότε, κρατηθέντος του δισακκίου, ενόμισεν ότι ενεπάγη ακίνητος εκεί, ασφαλής λεία των φαντασμάτων.
Από μιας ώρας ήδη είχε γείνει σκότος, και ο λύχνος νυστασμένα έφεγγε τον πενιχρόν θάλαμον τον χωρισμένον μέσα εις αυτό το κτίριον του μύλου, και η εστία έκαιε παρηγόρως εις την γωνίαν, και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά μοναχή της, μετά κόπου εκλέξασα αυτά ανάμεσα εις την χιονισμένην κλιτύν του ρεύματος, μεταξύ βράχων και θάμνων, περικυκλούντων ολόγυρα τον πενιχρόν νερόμυλον, υπό τας γηραιάς πλατάνους, τα λάχανα είχαν βράσει.
Αίφνης ακούεται από των υψηλοτέρων θάμνων, όπου και αγκαθωτοί βάτοι, συρμός συνεχής ως κινουμένου μεγάλου και ογκώδους ερπετού. — Το φείδι! το φείδι! κραυγάζει η γραία μετά τρόμου και αποσύρεται. Αλλ' εν τη ταραχή της προσκρούει επί τινος ογκολίθου του ερειπίου και πίπτει μετά φωνών.
Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν