United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν.

Βαθέα βάραθρα ήσαν με χάσκοντα στόματα γύρω, και το νερό έσταζε ηχούν σαν αρμονική κωδωνοκρουσία και λάμπον με λευκοκυάνους φλόγας . . . Εν μια στιγμή είδε αυτός ό,τι ημείς με πολλά λόγια πρέπει να εκφράσωμεν.

Τότε αι ελπίδες ας είχε συλλάβει, οι φόβοι ους είχεν υποστή, αι εικόνες της φρίκης, τα ινδάλματα της ευτυχίας, εσωματώθησαν, έλαβον μορφήν και όψιν και παρήλασαν εν σχήματι ονείρων προ των οφθαλμών αυτού. Η πρώτη διαβάσα μορφή ήτο περικαλλής. Ήτο το πρόσωπον της Αϊμάς, λάμπον ως αστήρ, και το σώμα αυτής ευωδιάζον ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο Μάχτος εις τους ονείρους του.

Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα, κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον, κατεβίβασε την μανδήλαν της. — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα!

Αν ελάμβανε την ατυχή ταύτην παίδα εις τας αγκάλας του, και εβάδιζε δύο ή τρία μίλια, διότι δεν ησθάνετο πλέον κάματον, αν έβλεπε φως λάμπον εις τον φεγγίτην, και έκρουε μετά θάρρους και συστολής άμα την θύραν . .. . . . πιθανόν να δυσηρεστούντο οι κάτοικοι της καλύβης διά το άκαιρον και απροσδόκητον της ενοχλήσεως, αλλ' αυτός θα ωμίλει, θα διηγείτο με δύο λέξεις το πράγμα, θα μετήρχετο την ευγλωττίαν του πάθους και της οδύνης, και ίσως θα τους συνεκίνει.

Μόλις ανοίγεται κατάπληκτος προς το φως του βίου ο δειλός ημών οφθαλμός, και βλέπεινομίζει ότι βλέπειμακράν, εις τα βάθη του κυανού ορίζοντος της ζωής, λάμπον το φαεινόν της ευτυχίας είδωλον. Μακρός φέρει εκεί και τραχύς και ανάντης ο δρόμος· τι πειράζει; και τι μας μέλει της οδού το μήκος και η τραχύτης; Είμεθα νέοι, ακμαίοι και σφριγώντες.

Φαίνεται φως εκεί πέρα, είπε. — Πού; — Έλα να το ιδής αν θέλης. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εις στροφήν τινα της ατραπού, και είδε τω όντι φως λάμπον εν μέσω των θάμνων, εις χιλίων βημάτων απόστασιν. — Και τώρα θέλεις να πάμε εκεί να τους παρακαλέσωμεν να μας δεχθούν απόψε διά την νύκτα; — Όπως θέλεις, απήντησεν η Αϊμά. Επροχώρησαν.

Και εν τούτοις έφρισσα σκεπτόμενος ότι δεν έμεινεν εις το εργαλείον, ειμή ολίγη απόστασις, να κτυπήση εις το στήθος μου το κοπτερόν και λάμπον αυτό δρέπανον. Η ελπίς συνετάρασσε τα νεύρα μου και συνέσπα το σώμα μου. Η ελπίς η οποία επισκέπτεται και αυτάς τας κρύπτας της Ιεράς Εξετάσεως.

το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη, και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος, και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, 245 'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη.