United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διενοείτο δε ότι, επειδή ήτο Κυριακή, οι χριστιανοί θα ήσαν εις την λειτουργίαν, και θα προσηύχοντο. Αύτη δεν είξευρε να δεηθή, διότι δεν την είχον διδάξει καμμίαν θρησκείαν. Και όμως πολλάκις ησθάνετο την ανάγκην να ψιθυρίζη αυτοσχεδίους δεήσεις. Ο γέρων απήντησε διά του συνήθους αυτώ γρυσμού, όστις αν είχεν έννοιάν τινα, θα εσήμαινε βεβαίως ότι «οι γύφτοι δεν έχουν εκκλησίαν».

Την μεν ημέραν πλην της επιμελείας του κήπου, είχε την παρασκευήν του φαγητού, και την πλύσιν καθ' εβδομάδα, την δ' εσπέραν μέχρι βαθείας νυκτός έρραπτεν, έπλενε και εμβάλωνε. Ότε δε οι γύφτοι εξύπνουν με την φωνήν του αλέκτορος, όπως αρχίσωσι την σφυρηλασίαν, αύτη απεκοιμάτο τότε.

Του διαβόλου η γύφτισσα. — Δεν την μέλει τέσσαρα. — Έκλεψε και δεν θέλει να το πη. — Και τι ψεύτρα! — Μπροστά 'στά μάτια μας να πη φοβερό ψεύμα! — Τέτοιοι είνε, αυτοί οι Γύφτοι! — Κατηραμένη φυλή. — Κλέφταις και ψεύταις. — Άθεοι. Και το πλήθος διελύθη. Έκαστος δε απεκόμιζεν ως λάφυρον έν ράκος εκ του διαρραγέντος πέπλου της αθωότητος.

Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν.

Ο τόσο ήσυχος πάντα εκεί απάνω μαχαλάς, τα Γύφτικα, με τα στενά και βουρκωμένα σοκάκια του, τα χαμηλά, βρώμικα, μισορειπωμένα σπιτάκια του, με τα μωρά που κυλιούνται στις λάσπες και τα χαμίνια που παίζουν στα νερά, τις γυναίκες που μαζεύουνται στις βρύσες παντρεμένες κι ανύπαντρες, όμορφες και άσχημες, κορίτσια δέκα τεσσάρων χρόνων με φλογερά αφίλητα μεγάλα μάτια, με κοντά φουστανάκια, και δυο τορνευτές παχειές ατσίμπητες ακόμα γάμπες, γριούλες αγαθές όλο γλύκα και γριές όλο φαρμάκι και γρουσουζιά, με τους άντρες, σωστά κοπρόσκυλα, ξαπλωμένους στον ήλιο, με τους τραμπούκους τους απανωχωρίτας πόχουν το μαχαίρι στο ζουνάρι και το κουμπούρι στο κλούβι, παίζοντας κοντσίνα με τα λερωμένα χαρτιά του αντικρυνού μπακάλη, τα Γ ύ φ τ ι κ α, ο τόσο ήσυχος μαχαλάς που προς το μέρος προς τη χώρα ζουν φτωχές φαμελιές δουλευτάδων και τεμπελχανάδων και προς το μέρος προς την εξοχή έχουν φωλιάση καμιά χιλιάδα γύφτοι, εκείνο το βράδι σηκώθηκε όλος στο πόδι.

Προτίμησα τη Γύφτισσα, διότι οι Εβραίισσες δε βγαίνουν ποτέ από την πολιτεία και μάλιστα να κατοικούν σε σπήλια, ενώ οι Γύφτισσες πολύ συχνά ζουν στην ερημιά. Πολύ σπάνια και άντρες κάνουν το μάγο, κανένας όμως Χριστιανός. Γύφτοι οι πλειότεροι.

Εφύτευσε διάφορα δένδρα και ευώδη φυτά, βασιλικούς, καρυόφυλλα, ηδυόσμους, τα απότιζε δις της ημέρας, κατεσκεύασεν αιμασιάν εκ λίθων με τας χείρας της, και μετ' ολίγον χρόνον πάντες οι γύφτοι ηναγκάσθησαν να σέβωνται το έργον τούτο των χειρών της.

Σωστά, γίνεται και τούτο, είπεν η Σιξτίνα. Αλλ' όμως, αφού εγώ σ' ενθυμούμαι από την Ρόδον. — Λοιπόν ειπέτε μοι τούτο, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά. Αφού μ' εγνωρίσατε, διηγηθήτέ μοι· ίσως ενθυμηθώ κεγώ. — Μη βιάζεσαι, απήντησεν η Σιξτίνα. Ειπέ μοι ακόμη, δεν ενθυμείσαι τίποτε πλειότερον, απ' αυτά που μοι είπες; — Τι άλλο; — Προτού να σε πάρουν οι Γύφτοι ψυχοκόρην.

Έκαστος γογγυσμός αυτού απήντα εις έκαστον μορφασμόν, εις εκάστην θωπείαν και φιλοφρόνησιν της γραίας. Οι δυο νέοι γύφτοι εσύριζον, ετραγώδουν αδιαλείπτως, και δεν ωμίλουν ποτέ. Ο είς ήτο 22 ετών, ο έτερος 19. Ο είς ωνομάζετο Βούγκος και ο έτερος Μάχτος. Ούτω τους παρονώμαζεν ο πατήρ· αγνοείται αν είχον και άλλα ονόματα.

Όταν γύρισα απ' αυτού, ανέβηκα και περπατούσα επάνω στον τοίχο· μέσα κοίτουνταν η Πόλη, απέραντη, μπερδεμένη με τη ζωή και γεμάτη σπίτια· απ' έξω ερημιά και νεκροταφεία· απότομα κόβεται η ζωή. Από μέσα οι Γύφτοι έχουν κολλήσει στους τοίχους τα σανιδένια χάρβαλά τους, που τα στολίζουν τενεκέδες.