United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' απλωτό τούτο σιάδι είνε ζόρκο από δέντρα και κατασκεπασμένο από ρεπιθέμελα και χαλάσματ' αμέτρητα, από ναούς, από τάφους, από παλάτια, από στέρνες και βρύσες του καιρού των Ελλήνων, των Ρωμέων και των Βυζαντινών κι ολούθε απάνω ξεθάφτονται κάθε τόσο από τον καλόγερο κι από τους χωρικούς σκέλεθρ' ανθρωπινά, παλιές μονέδες και στολίδια ακριβά κι αξετίμωτα.

Τόρα: Οι βρύσες εκινήσανε, οι μύλοι εσταματήσανε, και τα βουνά χιονίσανε, τα δυο γενήκαν τρία καθώς λέγει ο λόγος!. . . Και μικρόν κατά μικρόν ησθάνετο περισσότερον ήδη επί του σώματος την από καρωτικήν εκείνην του γήρατος πίεσιν κ' εσκέπτετο ότι δεν είχε καθόλου άδικον το καρυοφύλλι του. Παρήλθεν η εποχή των καλόν ήτο να παρέλθουν και αυτοί. . .

Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε ο απόκοτος δύο τρεις ημέραις, να φωτισθούν τα νερά, ν' αγιασθούν η βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθη, γιατί δεν την άκουσε. Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς.

Έλα βοσκούλα έλα! Χειμώνιασε. Χιόνια πολλάτα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια, Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούντους κάμπους τα κοπάδια.

Τ' απλωτό τούτο σιάδι είνε ζόρκο από δέντρα και κατασκεπασμένο από ρεπιθέμελα και χαλάσματ' αμέτρητα, από ναούς, από τάφους, από παλάτια, από στέρνες και βρύσες του καιρού των ελλήνων, των ρωμέων και των βυζαντινών· κι ολούθε απάνω ξεθάφτονται κάθε τόσο από τον καλόγερο κι από τους χωρικούς σκέλεθρ' ανθρωπινά, παλιές μονέδες και στολίδια ακριβά κι αξετίμωτα.

Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους, Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους, Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.

Βαρέθηκα αυτές τις αρρώστιες κάθε λίγο, δίχως κανένα λόγο. ΔΩΡΑΦταίω εγώ μπαμπά, αν είμαι άρρωστη; Αισθάνομαι τόσο άσχημα. Και με μαλλώνετε. ΦΛΕΡΗΣΕίπα πως εννοώ να παύσουν αυτά τα κλάματα. Με συγκινούνε όσο και οι βρύσες που τρέχουν στο δρόμο. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο μα την αλήθεια του Θεού, είσαι πολύ κακός σήμερα. Παραιτούμαι από γιατρός σου. ΔΩΡΑΜα τι φταίω εγώ, μπαμπά; Μήπως το θέλω;

Φωνές, βρυσές, ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις πάλι ένα συμφέρο. — Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο κληρωτός.

Λες και είπε του αγίου να της πάρη και το μονάκριβό της και να την αφήση έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στο χρόνο αρρώστησε ο μοναχογυιός της και μέσα στο χρόνο την άφηκε και πέταξε απ' την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελλή απ τον καϋμό της και τα μάτια της τρέχανε σα βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συφορά δεν ήτανε άλλη στον κόσμο.

Μα όταν και τέταρτη φορά περάσανε απ' τις βρύσες, πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, και βάζοντάς της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου210 τη μια για του Πηλιά το γιο, του Έχτορα την άλληζιάζει απ' τη μέση πιάνοντας, κι αμέσως του Εχτόρου 212 γέρνει το μάβρο ριζικό.