United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλάκωσαν το λοιπόν αυτές όλες -που δεν πατούσαν το πόδι τους καμμιά τους στο σπίτι της Λιόλιας κ' ήρθαν τώρα τάχατες να φανούνε χρήσιμες κι αυτές σε μιαν περίσταση, γιατί πού ξέρεις πως τα φέρνει ο Θεός καμμιά φορά και σου χρειάζεται κ' εσένα η βοήθεια ταλλουνού! και πέσανε μελίσσι πάνω απ’ το παιδί: Μοίρες να το μοιράνουν, εκεί που τόχε πάρει η Κερά Γιώργαινα πάλι στα χέρια της να το ξεφασκιώση, να του βάλη λίγο γλυκοπόδιο και καινούργιο βαμπάκι πούχε φέρει απ' το σπίτι κ' έλεγαν πια η καθεμιά το μακρύ της και το κοντό της : Χριστέ μου ! για παιδί.

«Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει...» Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε.

Εκ Θεού! Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα ! Αμ τα μάτι! τί σου λέει το μάτι; Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια!. . . Η Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα πράματα-αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπό της. . κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . –κι η καρδιά της είχε γίνει κρούσταλλο. . . Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της ζήτησε το παιδί.

Έφραξε τα γύρω μας με το δίκτυ του κυνηγού κ' έγραψε 'πάνω στον τοίχο την προφητεία της μοίρας μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε, γιατί είναι μέσα μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε παρά επάνω σε καθρέφτη που να καθρεφτίζη την ψυχή μας. — Είναι η Νέμεσις δίχως τη μάσκα της. Είναι η τελευταία από τις Μοίρες και η τρομερώτερη. Είναι ο μόνος από τους θεούς, που γνωρίζομε το αληθινό του όνομα.

Αυτά είπ' ο Δάφνις κ' έπεσε, κ' έδραμ' η Αφροδίτη κ' έδραμε κ' εδοκίμασε να τον ανασηκώση· μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι, το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες. Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Μα ο Ζευς δεν εσυγχώρησε αυτήν μου την αγρίαν εκδίκησιν και μ' έστειλε εδώ να γίνω δούλος ενός θνητού. Τότε κ' εγώ ήλθα σ' αυτόν τον τόπο και του ανθρώπου έβοσκα τα βώδια, και το σπίτι ως σήμερα επροστάτευα από κάθε δυστυχία. Γιατί εγώ ο δίκαιος, άνθρωπο δίκαιον ηύρα τον γιό του Φέρητος. Εγώ τον έσωσα απ' τον Άδη, αφού της Μοίρες γέλασα.

Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν ο ήλιος άγγιξε τα μεσουράνια απάνου, πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, και βάζοντας της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου70 των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώωνζιάζει, απ' τη μέση πιάνοντας· κι' εφτύς των Αχαιώνε 72 γέρνει το μάβρο ριζικό.

Κι’ η Κόρη κάθονταν κλειστή, πικρή και μαραμένη, Κι’ ως που να βρη το ταίρι της κατά την αρεσιά της, Καθώς αι μαύρες Μοίρες της την είχανε μοιράνει.

Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου και που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία, αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη, για να φυλάξης τη ζωή της κόρης του Πελία, που εδέχθη να πεθάνη αυτή για να γλυτώση εκείνος; ΑΠΟΛΛΩΝ Ησύχασε• έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχω μαζί μου εγώ το δίκαιον. ΘΑΝΑΤΟΣ Αφού το δίκηο έχεις, τι θέλουνε τα βέλη σου;

Μα όταν και τέταρτη φορά περάσανε απ' τις βρύσες, πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, και βάζοντάς της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου210 τη μια για του Πηλιά το γιο, του Έχτορα την άλληζιάζει απ' τη μέση πιάνοντας, κι αμέσως του Εχτόρου 212 γέρνει το μάβρο ριζικό.