United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα περάσανε σιμά μου χωρίς να μου αφήσουνε σημάδι, σα να μην είχανε ειπωθεί. Τα πήρα σαν τα τελευταία κύματα έπειτα από την τρικυμία, σαν την τελευταία αλαφρή φουσκοθαλασσιά έπειτα από την ταραχή του πελάγου. Χαμογέλασα με τη βεβαιότητα του νικητή, που την ξανακέρδισε πάλι, και την κοίταξα στα μάτια κ' είπα: — Τώρα όμως θέλεις να ζήσης; — Ναι, είπε. Θέλω να ζήσω για σένα και για τα παιδιά.

Ύστερα όλες οι μέρεςτριάντα χρόνια στην αράδαπεράσανε μπροστά της ανακατωμένες, όμοιες, σα μια μέρα μεγάλη, δίχως τέλος. Ένα πράμμα μονάχα καταλάβαινε: πως η ζωή της είχε σταματήσει εκεί, δεν είχε κάνει ένα βήμα μπροστά. Όλος ο περασμένος καιρός ήτανε γι' αυτήν σα μια ξένη ζωή.

Το πρώτο που αιστάνθηκα κ' εννόησα με τρόμο ανέκφραστο, όταν περάσανε τουλάχιστο τόσες μέρες, ώστε να μπορέσω να συνέρθω και να σκεφτώ όσα γίνανε, είτανε πως η γυναίκα μου δεν είχε μιλήσει ποτέ τόσο μέσα από την ψυχή της, όσο την ώρα που κάθησε μπρος μου στην κάμαρά μου και μου είπε πως είχε γεννηθεί για κακό και πως τώρα, που χάθηκε ο Σβεν, ζει μόνο για να πεθάνη.

Η μελαγχολία δε σου ταιριάζει. ΛΕΛΑΘα τον ξεχάσω. Σου υπόσχομαι πως θα τον ξεχάσω. Είναι τα τελευταία δάκρυα που χύνω γι' αυτόν. Να! Σκουπίζω τα μάτια μου. Όλα περάσανε. Φίλησέ με. Μπράβο, Λέλα μου. Δεν αξίζει τον κόπο για τους άνδρες. Αχ! Πώς πόνεσα! Αυτή η ισχιαλγία. Και σε μισή ώρα έχω να παραστήσω, Πώς θα κινηθώ; ΛΕΛΑΔεν κάνεις μια ένεση; Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΑυτό ίσα-ίσα σκεπτόμουν.

Ο Αγαθούλης το αμφισβήτησε λιγάκι, αλλά με πολλή διάκριση. Ο Μαρτίνος ήτανε τέλεια σύμφωνος με το συγκλητικό. Καθίσανε στο τραπέζι· και μετά ένα έξοχο δείπνο, περάσανε στη βιβλιοθήκη. Ο Αγαθούλης βλέποντας έναν Όμηρο μεγαλόπρεπα δεμένο, παίνεσε τον εκλαμπρότατο για την καλαισθησία του. — Να! ένα βιβλίο, που ήταν η απόλαυση του δόχτορα Παγγλώσση, του καλύτερου φιλοσόφου της Γερμανίας.

Επειδή όμως οι σεισμοί στο μεταξύ περάσανε, δεν πρόσεξε ο Αρκάδιος στα λόγια του Νείλου. Κάτι πολύ σωστό και βαθιοστόχαστο παρατηρήθηκε για το Χρυσόστομο, κι αξίζει ναναφερθή πρι να κλείσουμε τα λίγα αυτά σημειώματα. Ύστερ' απ' αυτόνα δε βλέπουμε πια Πατριάρχη που να σηκώνεται και να πολεμάη την κακία και την παραλυσία του παλατιού.

Αρχίσαμε να μιλούμε. Και δοκιμάσαμε να παραστήσουμε στο νου μας τη σκηνή που προηγήθηκε από την ερήμωση αυτή. Ο χωρικός, που είχε ιδιοχτησία του τον τόπο, ήρθε στα παιδιά, που κληρονομήσανε το σπίτι. Τους είπε μια και καλή πως τέλειωσε η προθεσμία. Περάσανε τα πενήντα χρόνια κ' έπρεπε να γκρεμιστούν τα σπίτια. Ήθελε πάλι τον τόπο του.

Μόλις μπορώ να πιστέψω πως δεν περάσανε από τότε ούτε δυο χρόνια. Μα εκεί που το διαβάζω τώρα, ζωντανεύουν όλα όσα γίνανε κ' αιστάνουμαι πάλι τα μαρτύρια της φοβερής αυταπάτης, που με συντηρούσε τότε. 4 τον Σεπτέμβρη Κάθουμαι δω και συλλογίζουμαι το μικρό Σβεν.

Τριάντα χρόνια παλέψανε με το χάρο ο Καπετάν-Μοναχάκης με την «Αθηνά». Μαζί περάσανε φουρτούνες και μπουνάτσες, ημέρες καλές και μαύρες ημέρες. Μια ζωή ουρανό και θαλασσα. Χίλιες φορές άνοιξε το κύμα να τους καταπιή και χίλιες φορές χαιρέτησαν με λαχτάρα τα λιμάνια. Κόσμο και ντουνιά γυρίσανε μαζί. Μπόρες και νεροποντές, κάλμες και καταχνιές, αστροπελέκια και σύφουνες, όλα μαζί τα πέρασαν.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!