United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν είχα κάμει ένα βήμα περισσότερον προ τού να πέσω, ο κόσμος δεν θα με επανέβλεπε πλέον. Ο θάνατος, τον οποίον ούτω διέφυγα, ανήκεν εις την αυτήν κατηγορίαν των σκέψεων, η οποία με έκαμε να θεωρήσω ως ανοήτως απίθανα τα όσα μου διηγήθησαν περί της Ιεράς Εξετάσεως.

Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.

Ταύτα είπεν ο Κλέων· μετ' αυτόν δε ο Διόδοτος ο Ευκράτους, ο οποίος και κατά την προτέραν εκκλησίαν επολέμησε ζωηρώς το κατά των Μυτιληναίων ψήφισμα θανάτου, αναβάς και τότε εις το βήμα, είπε τα εξής.

το Μεσολόγγι σταματά ο 'Μερ-πασάς, κ' ελπίζει Ότι ολόκερη κρατεί τη Ρούμελητο χέρι Και γλήγωρα για το Μωρηά τ' αμέτρητό του ασκέρι Λαίμαργο θα κινήση. Το όνειρό σου το χρυσό γρήγωρα, Ομέρ, θα σβύση· Το δρόμο σου αν δε σώκοψε ως τώρα ένα τουφέκι, Το Μεσολόγγι το μικρό που άφωνο τώρα στέκει Θα να σου γίνη μνήμα· Ανέλπιστη τ' αγέρωχο θα να σου κόψη βήμα.

Τούτου ένεκα ο υιός του ηναγκάσθη ν' αφήση την πρώτην τάξιν εις το βάδισμα, ελθών δεύτερος, και κρατών εκ του αριστερού βραχίονος προπορευόμενον τον πατέρα του, διά να οδηγή και υποστηρίζη το βήμα αυτού, διά δε της ευωνύμου κρατών την δεξιάν του ακολουθούντος εμπόρου.

Σμάλτω! ε, Σμάλτω!. . . ηκούσθη φωνή περιχαρής, ανακόπτουσα αίφνης το βήμα της. Η λυγερή στραφείσα παρετήρησε τον Μήτρον ερχόμενον από μακράν με το ποίμνιόν του. Αλλ' ουδεμίαν ησθάνθη ήδη ταραχήν εις την θέαν του.

Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπάρμπα-Στεφανής.. — Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα ο Μανώλης. Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·

Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον.

Ο κόσμος περνούσε ακόμα, πιο λιγοστός. Άλλοι γύριζαν πάλι απ' τον περίπατό τους με βήμα αργό και κουρασμένο. Και μου φαινότανε πως όλοι με κύτταζαν και κρυφογελούσαν για την ανοησία μου, σαν να ξέρανε το κάμωμά μου. Ο ζητιάνος ήτανε ακόμα καθισμένος στη ρίζα της πιπεριάς. Μου φάνηκε πως με κύτταζε κι' αυτός και κρυφογελούσε για τη δειλία μου.

Τίποτε δεν τας πτοεί, ούτε τας αναχαιτίζει. Ούτε το δριμύ ψύχος των ημερών αυτών, το μεταβάλλον εις άμορφα κουβάρια τους διαβάτας, ούτε η ακατάσχετος μανία του βορρά, η απειλούσα κατά παν αυτών βήμα να ανατρέψη τα ελαφρά των και ευλύγιστα σώματα. Αν εξέρχεσθε πρωί εις τας οδούς, θα τας απαντήσητε, και το βράδυ, αργά, όταν επιστρέφετε εις τας οικίας σας, τας επαναβλέπετε πάλιν.