United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως. — Μπήλιω!. . . ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν. — Έι- ου!. . . — Ο παπούς, έβγα, να διής τον παπού!. . .

Κάθε άστρον, το οποίον προέκυπτεν από την ράχην, εξελάμβανον ως την λαμπάδα του ιερέως και ανεκραύγαζον και ανεπήδων οι νεώτεροι μετά χαράς: — Για το· εφάνηκε! — Αμ' πού ακόμη!. . — Θ' ασπρίση το μάτι σου για να το ιδής;. . Κ' επειράζοντο μεταξύ των και διηγούντο ευάρεστα ανέκδοτα και οι γεροντότεροι παραμύθια διά να περάση ο καιρός. — Για το, για το! εκειό ένε! εφώναξε τις αίφνης περιχαρής.

Εφαντάζετο ότι ο πενθερός ήθελε τον εναγκαλισθή εκεί εις τον δρόμον, περιχαρής διότι ευρέθη επί τέλους ο ζητούμενος γαμβρός. — Ενόμισα, ετραύλισεν, ότι με γνωρίζετε αρκούντως και ότι το απλούστερον ήτο να σας ομιλήσω μόνος μου. — Βεβαίως, βεβαίως! Αλλ' εάν ηθέλατε να αναθέσετε εις φίλον σας τινα την εντολήν να με ομιλήση... Εάν μου δώσετε ολίγον καιρόν να σκεφθώ, θα με υποχρεώσετε. — Πολύ καλά.

Ο Οιόβαζος ήτο λοιπόν περιχαρής νομίζων ότι οι υιοί του απηλλάγησαν της στρατείας· αλλ' ο Δαρείος διέταξε τους περί αυτόν να θανατώσωσιν όλους τους παίδας του Οιοβάζου. Και ούτοι μεν σφαγέντες έμειναν εκεί.

Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν. — Απ' την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Και είτα προσέθηκε·Δόξα σοι ο θεός! Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν' αναγνώση.

Σμάλτω! ε, Σμάλτω!. . . ηκούσθη φωνή περιχαρής, ανακόπτουσα αίφνης το βήμα της. Η λυγερή στραφείσα παρετήρησε τον Μήτρον ερχόμενον από μακράν με το ποίμνιόν του. Αλλ' ουδεμίαν ησθάνθη ήδη ταραχήν εις την θέαν του.

Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων, ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου. Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του.

O Άρπαγος λοιπόν, ως ήκουσε ταύτα, προσεκύνησε και επέστρεψεν εις την οικίαν του μακαρίζων εαυτόν εν τω βάθει της καρδίας του ότι το σφάλμα του εστράφη εις καλόν και ότι επί χρησταίς ελπίδες τον προσεκάλουν να δειπνήση. Συγχρόνως δε διηγήθη όλος περιχαρής τα συμβάντα της ημέρας εις την γυναίκα του.

— Ο Μάχτος! εξεφώνησε περιχαρής η Αϊμά. — Ο Μάχτος, βέβαια, είπε παρωδών ο Τρέκλας, συναισθανθείς ότι δεν ηδύνατο να βεβαιώση το πράγμα. — Ω Μάχτο! είπεν η Αϊμά. — Να είσαι έτοιμη, είπεν ο Τρέκλας. — Έτοιμη; — Θα έλθη να σε πάρη. — Ω, πότε; είπεν η Αϊμά. — Σε λίγο, είπε διφορουμένως ο Τρέκλας. — Καλώς να έλθη. Ω Μάχτο! — Μου έδωκε κ' ένα γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. — Γράμμα; — Ναι.

— Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην. Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε. — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί. — Χωρίς άλλο, φίλε μου.