United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν ακούσατε της καμπάναις; ηρώτα η κυρά-Μιχάλαινα επιστρέφουσα από τον Άγιον Αθανάσιον, από την Πέτραν, με την λαμπάδα της Αναστάσεως αναμμένη, και καταβαίνουσα εις το υπόγειον, αφού πρώτον, εσημείωνε διά του καπνού του κηρίου της τρεις σταυρούς επί του τοιχώματος της θύρας του υπογείου. Μα δεν ακούσατε της τρακατρούκαις!

Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάωτον άι Δημήτρη. — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου τάδωσε; — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε.

Παπά, την δαμπάδα μου! Και έτεινεν ο ασθενής μικράν λαμπάδα του Πάσχα, ην είχε φυλαγμένην παρά το προσκεφάλαιόν του, παρακαλών τον ιερέα ν' ανάψη αυτήν, όστις και το έπραξε μετ' ευχαριστήσεως. Κ' έλαμψε τότε ο οικίσκος περισσότερον από τα διπλά φώτα.

Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα.

Μία παιδίσκη και είς παις πενταετής, ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα. — Όχι, η δική μου η λαμπάδα είνε καλλίτερη. — Όχι, η δική μου. — Εμένα ο πατέρας μ' την εδιάλεξε και είνε πιο καλή. — Εμένα η μάνα μ' την εστόλισε μοναχή της. — Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ'; — Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ'; — Τέτοια παληολαμπάδα! — Ναι, παληολαμπάδα;...να!... — Να κ' εσύ!

Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι' ενώ οι Μικροχωρίτες έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη-Ηλία, κι' ύστερα τραβήχτηκε σ' ένα στασίδι.

Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλλα και δε μούφερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κυττώντας την κόκκινη κορδέλα μου σήκωσε την ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυα πούτρεχαν νερό. Όταν αντικρύσης τον Κύριον ημών, αδερφέ μου, κράτα ορθή στο δεξί σου χέρι τη λαμπάδα.

Στην όχθη ακούοντας το τραγούδι των ποταμών μοιρολόγησε της δυνατές πολιτείες του πολέμου που αφανίστηκαν και θρήνησε το νικητή μαζύ με το νικημένο. Ιδού που έμαθα να κρατώ τη λαμπάδα και να στέκω στο εικόνισμά σου. Είδα της σαύρας το λιγερό περπάτημα στα ερείπια των πολιτισμών. Είδα τη δάφνη να κλαίη να σαν ιτιά στην έρημη αρχαία παλαίστρα.

Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα πρώτα θα φέρη το τάξιμόν του εις τον άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετίση την μητέρα του ή την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γείνη καλόγηρος!

Να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην Ξενιτειά. «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά.