United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα, με τον καιρό, ανιστόρησε ο γέρος στον καινούργιο βασιλιά, το χάσιμο του θησαυρού του, τη λύπη της μητέρας του, τα βάσανά τους, τα καρδιοχτύπια τους, για το τάξιμο, που τούχε τάξει απ' την κούνια του, για να στολίση το λαιμό της νέας βασίλισσας. Ο νέος ο βασιλιάς σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε χλωμός σα θειαφοκέρι. — Μη χολοσκάς, παιδί μου, είπε ο γέρος σύνωρα.

Το λοιπόν η Αγία έδειξε το θάμμα της με άλλον τρόπο· σαν ετέλεψα το τάξιμό μου, τον μήνα απάνω, το κορίτσι αρρεβωνιάστηκε με άλλον καιολίγον καιρό έγεινεν ο γάμος.

Μεγάλη πίκρα ήτανε χυμένη στο παλάτι. Κ' η γρηά η βασίλισσα απ' το κακό της αρρώστησε και πέθανε. Και κλείνοντας τα μάτια της, έλεγε με παράπονο: — Αλλοίμονο, παιδί μου, και σα γυρίσης απ' τον πόλεμο και σα σου βάλη ο βασιλέας την κορώνα του, πού θάβρω εγώ το ταξιμο που σούταξα να σου το δώσω; Καλύτερα να κλείσω τα μάπα μου να μην ιδούνε τη ντροπή μου.

Κύριε, είνε χρειαζόμενον να μου τάξης πως θα φυλάξης ένα πράγμα· εγώ δεν ζητώ από λόγου σου αυτό το τάξιμο διά άλλο, παρά διά κοινόν μας καλόν· αυτό είνε εξ αποφάσεως αναγκαίον διά να μου το κάμης και με επιμέλειαν να το φυλάξης, διατί αν από κακήν τύχην δεν ήθελες το φυλάξει, ημείς και οι δύο θέλομεν γένει πολλά δυστυχισμένοι.

Έκραξε την γυναίκα και της είπε. — Τ' ακούς, Κουμπίνα; Το βράδυ, σαν σουρουπώση, να πας ν' ανάψης τα καντήλια τ' Άι-Προκοπίου, κάτω στο ρέμμα. Το έχω τάξιμο από καιρό. Μεθαύριο είνε η μνήμη του, κι' αύριο δεν θα πάρης εύκολα αράδα, θα κουβαλήσουν χίλια λαδικά.

Είναι αλήθεια πως οι Σαμαρίτες δεν προλάβανε να κάμουν το τάξιμο τους, οι Πέρσοι όμως, 15 χιλιάδες καβάλλα, πέρασαν τον Ευφράτη να μπούνε στη Συρία. Και παίρνοντας δίπλα τον ποταμό, κονέψανε σιμά στον Καλλίνικο και κούρσευαν. Τότες φτάνει κι ο Βελισάριος μ' οχτώ χιλιάδες, στη Χαλκίδα, μα δε χτυπάει ακόμα.

Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη.

Να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην Ξενιτειά. «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά.

Μα εσύ, Αγαμέμνο, αλύγιστη μ' απόφαση, σαν πρώτα, οδήγα πάντα το λαό στους φονικούς πολέμους, 345 κι' εκείνους άσ' τους να χαθούν, έναν και διο, που χώρια απ' το στρατό βουλήθηκαν στο νου τουςαπό τέτιους δεν έχει προκοπήνα παν στον τόπο τους πριν δούμε ψέμα για αλήθια θα φανεί το τάξιμο του Δία.

Κι είχαμε, κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο, αλήθειά, παπαδιά; είπεν αίφνης, στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς. Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει. — Οπού ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανέλαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε; Η παπαδιά εσιώπα.