United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλώς να σε βρω. Θα μας κάμης τη χάρη να πιής και του λόγου σου; Αρετ. Καλώς να ορίσης. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες. Καλώς να σε βρω, Κωσταντή. Κωστ. Καλώς να ορίσης, Αρετούλα. Με τις υγειές σου, Αρετούλα, και καλώς όρισες. Έτσι να μας γεμίζης πάντα χαρές, κι από τα ξένα ακόμη να μας φέγγης σαν ήλιος που να νυχτώνη και πάλι να χρυσώνεται το χωριό μας. Τι λες κ' εσύ, μάννα. Δέσπω.

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα πουΠιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ! Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω. Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί.

Σήκω, να το δω με τα μάτια μου πως είνε χαρά κι' όχι λύπη της Αρετούλας ο γάμος. Δέσπω. Ο χορός θέλει νιάτα, παιδί μου, θέλει και νου ανάλαφρο από συλλογές. Κάλλιο νάρθη η νύφη και να μπη στο χορό για τη μάννα της. Κωστ. Και μάννα και κόρη. Αρετούλα, που είσαι; Ελάτε να μου το δείξετε πως τη νοιώθετε τη χρυσή μας τη μοίρα. Βιολ. Βιολ. Κωστ. Να μου ζήτε, και μάννα και κόρη.

Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.

Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο, Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα. "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να τήν Αρετή σου.„ "Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω. Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.„ "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κ' εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου. Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.„

Κι α δε λείψης απ' αυτό σου το κόλασμα, βράζει από τώρα η πίσσα που μπορεί και δυο ψυχές αντίς μια να παραλάβη στα βάθια της. Στεφ. Γιατί να το λες αυτό, Αρετούλα; Πού σ' αγάπησα τάχα; Εγώ κακός δεν είμαι. Γιατί να κολαστώ και γιατί να κολάσω; Εγώ από τη στιγμή που σ' αγάπησα έγιν' αρνί μονάχο, σαν κορίτσι απονήρευτος είμαι. Πες μου, Αρετούλα.

Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονε βλέπη. Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ!

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της. ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει.

Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη. Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει.

Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου. Αρετ.