United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σβεν τραγουδούσε και γελούσε και λάμπανε τα μεγάλα γαλανά μάτια του. Γιατί να ντρέπεται να τραγουδά, αφού διασκέδαζε ο ίδιος τόσο μ' αυτό κι αφού κιόλας τραγουδούσε τόσο ωραία; Αυτό το είχε πει η μαμά κι όταν εκείνη εύρισκε πως τραγουδά ωραία, έπρεπε να το βρίσκουν όλοι ωραίο.

Να πάη με τον Κανόνα της εκκλησίας, να σφίξη την καρδιά του, να πη σε κληρικούς και λαϊκούς τη φοβερή αλήθεια, να τους πη πως δεν βρίσκουν έλεος και σωτηρία, να τους βάλη επιτίμια, νηστείες, μετάνοιες, να τους στερήση την Αγία Μετάδοσι, τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Μα η καρδιά του δε βαστούσε.

Έπιασαν άλλα τω σπιτιών τις απόγωνες γωνιές περίγυρα, που όταν ξεφυσούσε ανάλαφρος ο άνεμος, το ρίπιζε πάνω στους τοίχους τους το χιόνι και τόσπρωχνε, το σώριαζε στω σπιτιών κάτω τις απάνεμες γωνιές. Να βρίσκουν άφτονα και πρόχειρα κι αφτά πολεμοφόδια· να κρύβωνται κι αφτά πίσω από ταγκωνάρια· να φυλάγωνται κιόλα τα φοβερά τα βόλια του εχτρού.

Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πόρτα, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα 750 του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. Και βρίσκουν χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο.

Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα: — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα. Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε. — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου φέρετε τον γέροντα. Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα.

Αν από την άλλη μεριά Φύση λέμε το σύνολο των εξωτερικών για τον άνθρωπο φαινομένων, τότε οι άνθρωποι βρίσκουν σ' αυτή ό,τι οι ίδιοι της φέρνουν. Αυτή δεν υποβάλλει τίποτε. Ο Wordsworth πήγε στις λίμνες, όμως ποτέ δεν ήταν ποιητής της λίμνης. Βρήκε στις πέτρες τα κηρύγματα που ο ίδιος τα είχε κηρύξει εκεί.

Ένα γύρο τον κόσμο γυρίζω και γυρεύω παντού το ψωμί, που το βρίσκουν κι εγώ δε γνωρίζω· κουρασμένο βαριά το κορμί, μα η ψυχή λαχταρά πεινασμένη το ψωμί που καθένας χορταίνει. Πόσους ρώτησα σ' όλους τους δρόμους, όσους έτυχε μπρος μου να βρω! άλλοι σήκωσαν μόνο τους ώμους, άλλοι μου είπανε λόγο πικρό, κι όποια ακόμα κι αν χτύπησα θύρα καμιά απόκριση πίσω δεν πήρα.

Ολόρθη σηκώθηκε η Θεοδώρα μπροστά στο βασιλέα, μέσα στο συβούλιο εκείνο, και του είπε «Σε τέτοια μεγάλη συφορά δεν της πέφτει ίσως λόγος μιας γυναίκας. Ίσως εκείνοι που τα μεγαλήτερά τους συφέροντα είναι μέσα στους κιδύνους έχουν το δικαίωμα να βρίσκουν και τον τρόπο να τους πολεμούν. Αυτή τη φορά όμως ο φυσικός αυτός δρόμος δε μου φαίνεται ο σωστός, κι α μας γλυτώση ακόμα.

Μοιάζει με τον μακαρίτη Βαρόνο….» «Με ποιόν; Με τον πεθαμένο Βαρόνο που ζει ακόμη μέσα στο κάστρο;» Η ντόνα Ρουθ όμως έφερε το δείχτη στο στόμα: δεν έπρεπε να μιλούν για πεθαμένους στο πανηγύρι. «Ποιο φάντασμα! Είναι ζωντανός και τα χέρια του δεν βρίσκουν ησυχία, έτσι δεν είναι, Γκριζέντα; Ποιος; Μα ο ντον Τζατσίντο

Τότε ο Έφις άνοιξε τα χέρια και έκλινε λίγο το κεφάλι σαν να ήθελε να πει: τότε γιατί θέλετε τη συμβουλή μου; αλλά η ντόνα Έστερ έβαλε τα γέλια και σήκωσε, χτυπώντας τες νευρικά, τις δυο μαύρες άκρες από το σάλι της. «Και πού θα ’θελες να πάει, λοιπόν; Στο σπίτι του Ρετόρου σαν τους ξένους που δεν βρίσκουν πού να μείνουν;» «Εγώ δεν θα του έδινα καμία απάντηση», πρότεινε η ντόνα Ρουθ παίρνοντας από τα χέρια της Νοέμι το τηλεγράφημα που εκείνη δίπλωνε και ξεδίπλωνε νευρικά. «Εάν έλθει, καλώς να ορίσει.