United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Από την αρχή της βασιλείας του κιόλας έβγαλε διάταγμα που όριζε θάνατο για όσους αψηφούσαν τους παλιούς νόμους των κατατρεγμών. Κάμποσα χρήματα και χτήματα εθνικά πέρασαν τότε στο δημόσιο ταμείο, και πολλοί Εθνικοί, εβραίοι κ' αιρετικοί γενήκανε χριστιανοί να γλυτώσουν. Άλλοι πάλε σηκώθηκαν και φύγανε στην Περσία, κι από κει αντενεργούσαν του Αυτοκράτορα.

Και 'κεί προς τα μεσάνυχτα, δυο δράκοντες, δυο φίδια, μαύροι, κυματοκούνητοι, σταλμένοι από την Ήρα με προσταγή τρομαχτική τον Ηρακλή να φάνε, ωρμήσανε κ' εδιάβηκαν της θύρας το κατώφλι. Εσέρνονταν κατάχαμα κ' οι δυο μ' άγρια λύσσα κι ανάλαμπαν τα μάτια των και φλόγες εσκορπούσαν και μέσ' από το στόμα των πικρό φαρμάκι εφτύναν.

Τότε είδε στο άλλο μέρος του μεγάλου δρόμου, ψηλά στην άκρη του χαντακιού, τα κίτρινα άνθη, που λάμπανε φυτρωμένα στο σταχτερό χώμα, κ' έτρεξε κει, όσο βαστούσαν τα μικρά του πόδια. Μα τώρα είτανε σχεδόν μέσα στο δάσος και δεν μπορούσε πια ναντισταθή.

Στην Ελλάδα πήραν τη λέξη. Πώς την είπαν; Το φοκόλ, του φοκόλς όχι! Τόκλιναν αμέσως, σα να είταν κανένα γραικικό, αρχαίο όνομα, και το είπαν το φοκόλο, τον φοκόλου, όπως λεν τάλογο, του αλόγου, το δώρο, του δώρου. Από κει βλέπουμε που ο λαός πάντα θυμάται και ξέρει το κλιτικό σύστημα της αρχαίας για τα ουδέτερα.

Μα κι αυτά μικροκάμωτα. Και δίχως άλλο, αν κατείχε η μαζώχτρα μας από ταληθινά τα μάγια της τέχνης, θα τηνε βλέπαμε τώρα ξυπόλυτη κι ανεμοπόδαρη, καθώς κατέβαινε στα παράμερα εκείνα λημέρια. Δεν έφεγγαν από την πάστρα οι ποδιές της, που δω και κει ο αψύς ο χυμός της ελιάς τις είχε στυμμένες.

Από το παλιό γεφύρι γύρισα στο Πέρα· στο δρόμο πουλούσαν, σε καλαθάκια, χαμοκέρασα, σμέουρα, φραγκοστάφυλα και βερύκοκα. Άλλοι πουλούσαν παγωτά του δρόμου και λεμονάδες παγωμένες, γιατί ήταν μεγάλη ζέστη. Ύστερα πήγα στο Ζάππειο. Είναι κει για την τελετή ο Πατριάρχης και η Πρεσβεία· και η Σύνοδος, σε δυο αράδες, δεξιά κι αριστερά τους.

« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα » Έν φάντασμα 'μπροστά μου, » Αρχίνησε με ανθρωπινή, » Και 'σάν εκείνου την φωνή » Να μ' είπη τ' όνομά μου.» « Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή «'Στήν ερημιά τι τρέχεις; » Ποιόνε ζητάςτην ερημιά; — » — 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά » Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

ΑΣΤ. Ωντζόγια μου μυρουδίαις! — ω μάτια μου μουσκίαις! — και π' ούσουνε γιαμά που σε φούγιαζα δυω ώραις; ΓΡΑΜ. Σε μια βίζιτα που είχε το όνομα της. ΑΣΤ. Και πώς τη νε λέγανε γιαμά; ΓΡΑΜ. Λουτζία. ΑΣΤ. Και 'κεί σε τζη αλείψανε αυταίς τζη μουσκίαις; ΓΡΑΜ. Με τρατάρανε ολίγη λεβάντα. ΑΣΤ. Αφσ' τζη μουσκίαις και τζη μυρουδίαις και να γράψουμε τώρα τα ραπόρτα μας.

Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο. — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. Είνε αντικρύτην ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας. — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.