United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαιρετήστε τον από μέρος μου και μείνετε μια μέρα μονάχα κοντά του. — Βασιληά, θα την πάω αύριο. — Ναι, αύριο την αυγή». Σε μεγάλη συγκίνησι βρίσκεται ο Τριστάνος. Από το κρεββάτι του έως το κρεββάτι του Βασιληά Μάρκου τόνε χώριζε απόστασις κονταριού. Τρελλή επιθυμία τον έπιασε να μιλήση της Βασίλισσας, κι' αποφάσισε αν κατά την αυγή κοιμώτανε ο Μάρκος, να την πλησιάση. Α! Θεέ! Τι τρελλή σκέψις.

Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε. Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές.

Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκαΠεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.

Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.

Οι υπηρέτες τρέχουνε στο δωμάτιο όπου με αυστηρή επίβλεψι φυλάνε τους αγαπητικούς. Τραβάνε τον Τριστάνο από τα σκοινιά. Καλέ Θεέ! τι χυδαιότης να τόνε δέσουν έτσι. Κλαίει για την προσβολή, μα τι ωφελούν τα δάκρυα; Αισχρά τον πέρνουν και τον πάνε. Και η Βασίλισσα, σχεδόν τρελλή από αγωνία, φωνάζει: «Αν μπορούσα να σκοτωθώ, φίλε, για να σωθής, τι μεγάλη χαρά

— Ώ! η κυρία Ζοαγέλ ήτο τρελλή, ανέκραξεν. Ενώ απεναντίας υπήρχε μεγάλη λογική εις τας ιδέας της κυρίας Ευγενίας Σαλοαφέττ. Ήτο νεαρά γυνή, εκτάκτου καλλονής, πολύ εφεκτική και πολύ μελαγχολική. Εύρισκεν ότι ο συνήθης τρόπος του ντυσήματος ήτο πολύ άσχημος και εσυνήθιζε να μένη απ' έξω από τα ενδύματά της, ενώ έπρεπε να είναι μέσα. Τίποτε ευκολώτερον.

Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

Ποία είναι; Πούθ' έρχεται; Κοντά στον Τριστάνο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, τρελλή από το κακό που η ίδια είχε κάνει, χτυπιώτανε με μεγάλες φωνές απάνω από το πτώμα. Μπήκε η άλλη Ιζόλδη και της είπε: «Σηκωθήτε, κυρία, κι' αφήστε με να πλησιάσω. Έχω πειο πολλά δικαιώματα να τον κλάψω, πιστεύτε με. Πειο πολύ τον αγάπησα». Γύρισε κατά την ανατολή και παρακάλεσε το Θεό.

Όταν η μητέρα μου γύρισε στο σπίτι, ήτο σαν τρελλή από ανησυχία κιαγανάχτηση. Σε μένα όμως δε φανέρωσε τίποτε, για να μη με ταράξη και χειροτερέψη την κατάστασή μου. Τα μάγια και τα γιατρικά του δασκάλου γίνηκαν· αλλ' ωφέλεια δε μούκαμαν καμμία. Ο πυρετός έγινε καθημερνός. Σηκωνόμουν, πήγαινα μάλιστα και λίγο έξω, αλλ' ήμουν φοβερά εξασθενημένος, όρεξη δεν είχα κιόλα μου φαινόταν άνοστα.

Να, παραδείγματος χάριν, μία γυναίκα, που ομιλεί σε κανένα για την ευγένειάν της και για το κτήμα της, ούτως ώστε κάθε ξένος δεν δύναται παρά να σκέπτεται· αυτή είναι μία τρελλή που φαντάζεται, ο Θεός ξεύρει τι, για την ολίγην ευγένεια και για την φήμην του κτήματός της. — Αλλ' ακόμη χειρότερα αυτή δα η γυναίκα είναι απ' εδώ από την γειτονιά κόρη ενός γραφέως. — Ιδές, δεν δύναμαι να εννοήσω πώς το ανθρώπινον γένος, τόσην ολίγην φρόνησιν έχει ώστε να ατιμάζεται τόσον ταπεινά.