United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.

Έλα, κάτσε ... Και για να μη σε ξαναπιάση η κουζουλάδα, για καλό και για κακό, θα σας αρραβωνιάσωμε ευτύς απόψε και τη Λαμπρή θας σας στεφανώσωμε. Τωόντι το βράδυ ο Σαϊτονικολής, συνοδευόμενος υπό του Μανώλη, της συζύγου του και διαφόρων συγγενών, μετέβη εις του Θωμά. Η Πηγή τους υπεδέχθη ακτινοβολούσα και πλησιάσασα τον Μανώλην του εψιθύρισε: — Ετελειώσανε τα βάσανά μας· αι, Μανωλιό;

Μα ναν το σώσει τρέχει ευτύς ο άξιος Πολυδάμας, του Πάνθου ο φιός, και ΄βαρεσε τον γιόνε τ' Αρηλύκου 450 δεξά στον ώμο, ως αντικρύ τρυπώντας του τον ώμο· κι' έπεσε εκείνος κι' έσφιξε τη γης στην αγκαλιά του.

Τη γνώμη μου έδωκα, χωρίς ν' αργήσω. Και προς το σύμβουλον ευτύς τηρόντας Παρόμια εμίλησα χαμογελόντας. Φρονείς εξαίρετα η αφεντιά σου, Μόν' ένα δίκιο του καλοστοχάσου. Αν πάνει αστόλιγος, και δε φαντάξει, Πιος τον στοχάζεται να τον κυττάξη. Α μ ύ σ τ ι κ ο ς Δεν τον ξετάζω παντελώς Με γνώσι αν είναι, ή τρελός.

Μον η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, 930 Σαν πονηρή ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του 935 Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, 940 Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει, Τον πιάνει, και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, 945 Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Οχι. γιατί μ' οργή η ίδια φύση, Το καλούπι σου ευτύς το έχει τζακίσει.

Σε καθρέφτην ένας Γάτος 305 Άλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· 310 Αποπίσω ευτύς περνάει· Μον κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι. Σταματάει, συλλογιάζει, 315 Και ταράζει το κεφάλι·

Κι' αν σου λέγει ο νους σου, σφάλλει, Όμια γλώσσα νάχουν κι' άλλοι, Συ ευτύς οπού ξυπνήσης Και τα λόγια σου αχινήσης, Σύνορω σ' αυτά δε βάνεις, Μήτε θέλεις ν' ανασσάνης, Κι' όσο να αποπλαγιόσης Μεταβιάς θελά τελιόσεις. Άντα είσαι σ' ομιλία Δε θυμάσαι άλλη χρεία. Κι' αν μ' αέραν ημπορούσες, Σαν ο τζίντζιρας να ζούσες, Η δουλιά η εδική σου Να λαλής επιζωής σου.

Έτζι είπε· και όλοι εδέχτηκαν του Βασιλιά τη γνώμη· Και από στρατιόταις και άρματα εγιόμοσαν οι δρόμοι. 260 Με γληγοράδα απίστευτη εδώ και εκεί κινιούνται· Αρματωσιαίς πολεμικαίς πατόκορφα στολνιούνται. Και πρώτα στα ποδάρια τους φοράν 'πιτηδεμένα Στενά προπόδια από κουκκιά, με τέχνη δουλεμένα Που μ' επιδέξια μαστοριά ευτύς τα ροκανίζουν, 265 Το φλούδι αφίνουν μοναχό, και τη θροφή αφανίζουν.

Τα διάλεξε σαγίταις, Δοξάρια τρομερά, Μ' αυτά καρδιαίς πληγόνει Σκληρά, φαρμακερά. Αλοίμονον σ' εκείνον Οπού να καυχηθή, Σε ταύτα ν' αντικρύση Χωρίς να πληγοθή. Ευτύς ο έρως τότες Μ' ακράτητην οργή, Θανατερή του ανοίγει Στα αστήθια την πληγή.