United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν εννοής να μου φέρης εδώ καμμιά παστρικιά, πολύ σε παρακαλώ να μου αδειάσης την κάμαρα... σαν τελειώση ο μήνας που έχεις πληρώσει. Την νύκτα, όταν ήρχετο κάποτ' ενωρίς, προ του μεσονυκτίου, συνήθως δεν είχεν ύπνον. Ήναπτε το φως, επεριπάτει, εξηπλώνετο στο κρεββάτι κ' ελιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα: Βασίλω μ', κάτσε φρόνιμα, σαν τ' άλλα τα κορίτσια ...

Οι παπούδες της πουλούσαν πανικά. Μάζεψαν για τα παιδιά τους περιουσία, που θα την πληρώνουν ίσως ακριβά τώρα στον άλλον κόσμο· γιατί κανένας τίμιος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνη πλούσιος. Εμένα δε μ' αρέσουν καθόλου αυτές οι κακογλωσσιές και θέλω ο γαμπρός μου να μου το θεωρή χάρι που παίρνει την κόρη μου και να μπορώ να του λέω: κάτσε, γαμπρέ μου, να φας μαζί μας.

Ο βαστάζος αν και μισοκοιμισμένος από το κρασί που είχε πιεί, άκουσε τα λόγια, και χωρίς να κινηθεί, φώναξε θυμωμένα στον Δερβίση, «Κάτσε κάτω και κοίτα την δουλειά σου. Δεν διάβασες την επιγραφή πάνω από την πόρτα; Δεν είναι υποχρεωμένοι όλοι να ζουν με τον ίδιο τρόπο».

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδιακό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το το ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγέννησεν αρσενικό παιδί, και μη φοβάσαι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιός; η Βουλή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Όχι, καλέ• η φίλη μου που εγέννα. Μα η Βουλή μαζώχθηκε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν στάχω ειπωμένα από τα χθες; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θυμάμαι, ναι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν έφθασε ως ταυτιά σου μία είδησις; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα το Θεό, δεν ξέρω. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Άιντε χάσου και κάτσε μάσσαγε σουπιές, που ξέρεις τι σου γίνεται.

Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.

Θανάση, ξύπνα· κάτσε εκεί που πάντα συνειθίζεις Και το γλυκό σου πάρε μας, Θανάση, το τραγούδι, Οπού τ' ακούγουν τα βουνά και χαίρουν, καμαρώνουν, Τ αγρίμια κ' ημερεύουνε, τα δέντρα χαμπηλώνουν, Και χύνει μόσχο-ανασασμό του βράχου το λουλούδι Γιατί σε τέτοια συλλογή κάθε χαρά να πνίξης; Η λίμνη πώς σε καρτερή τα χείληα σου ν' ανοίξης!! Και τι γλυκότερο απ' αυτό!

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

ΦΛΕΡΗΣΚάτσε εκεί και ησύχασε. Δεν μου λες γιατρέ, τι έπαθε η θεατρίνα; ΜΙΣΤΡΑΣΤίποτε σπουδαίο. Είχε ένα παροξυσμό από την ισχυαλγία της και της έκαμα μια ένεσι από μορφίνη. Σε λίγα λεπτά υποθέτω πως θα είναι σε θέση να κατεβή. Η μορφίνα, μάτια μου, είναι το δεξί μας χέρι εμάς των τσαρλατάνων. Οι παραπάνω, ΒΕΡΑ.