United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΡΑΜ. Δεν έχω το νου μου τώρααφήτε με να ξεζαλιστώ ολίγον. ΑΣΤ. Σε ζαλίσανε κι' εσένα η Λουτζίαις; ΓΡΑΜ. Όχι, είμαι κουρασμένος. ΑΣΤ. Μπα και χόρευγες; ΓΡΑΜ. Ναι. ΑΣΤ. Και δε με λες π' ούσαι μπαλαρίνος; τ' όγραφα κι' εγώ, μα δε ξέρω τζη εδικαίς σας τζη οξείαις και τζη περισπωμέναις και τζη ορτογραφίαις. ΓΡΑΜ. Υπαγορεύσατέ με κι' εγώ γράφω. Αστυνόμος και ο Γραμματεύς. ΓΡΑΜ. Ναι, δεκάξη.

ΠΕΛ. Αγκρουμάσου Κυρ αστρονόμο· έχω υπόληψις, και Φιλοτιμία, κ' είμαι Έλληνας ελεύθερος, και ακούς με, όφκολα όφκολα δεν με φυλακώνεις, γιατί κάμω μία διαμαρτύρησι στη Διοίκησις, και σ' το βουλευτικό, να ξέρεις ακούς μεκρίναι με πρώτα κι' ανισωστάς κι' έχω φταίξιμο, τότες βάλε με και ς' τη φούρκα.... ΠΕΛ. Όπ' ανακατώνετα με τα πίτουρα, τον τρων η κότταις. Αστυνόμος, Κύπριος και Στρατιώται.

Ο ηγούμενος διέταξε να περιποιηθούν καλά τους ταξειδιώτας χωρικούς, που έρχουνταν μπλούκια μπλούκια να κονέψουν στο μοναστήρι, κάμνοντας το σταυρό τους, σαν περνούσαν την αυλόπορτα κι αντίκρυζαν τη Μονή, και μεις όλοι, ο κυρ αστυνόμος, ο ηγούμενος, κ' οι πατέρες ανεβήκαμε στην τραπεζαρία.

ΣΤΡ. Προβάτιε διάολε. ΑΛΒ. Άστο ορέ... φτου. αλλά μπελιάβερσιν. ΣΤΡ. Σκιάβ αφέντη. ΑΣΤ. Όμορφα μη σας σκαπάρ' απ' τα χέργια. ΣΤΡ. Όσκαι αφέντη· καλά τον έχουμε. ΑΣΤ. Μπράβο Αντζουλή μου, Καντήλα μου, γιαμά σας μεριτάρει από εκατό τζικίνια. Ο Αστυνόμος, ο Αλβανός και οι στρατιώται. ΑΣΤ. Πινομή σου; το όνομά σου; ΑΛΒ. Πώς το λένε ορέ εμένα; Τζέλιο Γκέκα. ΑΣΤ. Πούθε είσαι. ΑΛΒ. Γκέκα ορέ, Γκέκα.

Ο Περιγουρδίνος αββάς, έλαβε τότε το λόγο, και είπε: — Γιατί ένας ζητιάνος από τη χώρα της Ατρεβατίας άκουσε να λέμε ανοησίες· αυτό μονάχα τον ώθησε σε πατροχτονία, όχι όπως εκείνη του 1610, το Μάη το μήνα, αλλά σαν εκείνη του 1594 το μήνα Δεκέμβρη, και σαν εκείνες άλλων χρόνων κι' άλλων μηνών από άλλους αλήτες, που είχαν ακούσει ανοησίες. Ο αστυνόμος τότες εξήγησε τι συνέβαινε.

Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμοςαυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!

Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως. — Κι' αν δεν τη φας; — Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου. Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος. Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;

Ο Αστυνόμος, ο Γραμματεύς και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Π' ούσαι μουρέ Κόντε = παστρικέ; ναξαφνικό να σ' ούρτη! — Γραμματικέ, κύριε Γραμματέανα, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ τζη τζιριμονίαις σας. ΓΡΑΜ. Εμένα φωνάξετε;

Τραβάει ένα χέρι καλοθρεμμένο από το κρεββάτι, που ο Άγάθούλης το πότιζε πολύν καιρό με δάκρυα, το γεμίζει διαμάντια, αφήνοντας ένα σακκί γεμάτο χρυσάφι απάνου στο κάθισμα. Απάνω στους ενθουσιασμούς του φτάνει ένας αστυνόμος ακολουθημένος από τον Περιγουρδίνο αββά κι' από ένα απόσπασμα. — Να τους, λέγει, οι δυο ύποπτοι ξένοι!

Αυτά λοιπόν, παιδί μου... ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της. — Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια!