United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.

Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ, Δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι· Πώς λες να μη φοβούμαι; Σούρθαν στο νου καθώς θωρώ, Τα λόγια του αδερφού σου Του μεγαλήτερού σου. Ο μακρίτης φαγητό, Και ύπνον εποθούσε, Και με συχνορωτούσε. Μον εσύ, φίλε μου, επροχτές Ζουμί θαρρώ, καμπόσο Να ρούφησες ωστόσο. Αυτά ν' ακούη η ορφανή Γυναίκα του αρχινάει Να κλαίγη να θρηνάη.

ΠΕΤ. Δεν εννοείς, Μίκυλλε, γιατί το έκαμα αυτό, γιατί δεν γνωρίζεις ότι κάθε ζωή έχει και δική της δίαιτα. Εγώ όταν ήμουν άνθρωπος δεν έτρωγα κουκιά, διότι εφιλοσόφουν• τώρα όμως δεν μ' εμποδίζει τίποτε να τρώγω, διότι αυτή η τροφή είνε των πουλιών και δεν μας απαγορεύεται.

Δεν πιστεύω να υπάρχη εις τον κόσμον μαλακωτέρα της ιδικής μου καρδία. Αν επρόκειτο να σφάζω ο ίδιος τα ορνίθια, τα οποία τρώγω, νομίζω δα θα επροτιμούσα να τρέφομαι με πίτυρα καθώς εκείνα.

Μου απαντά διά του βλέμματος: — Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί. Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως: — Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι. Απαντώ στενάζων: — Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω μ' ολίγα ψευτοδάκρυα, μ' ολίγα ψευτογέλοια, κι' άμα κυττάζω 'στά 'ψηλά και χαμηλά και γύρω όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια. Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια, σκυλιά γαυγίζουν 'πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι, τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακόνουν βώδια, πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγη.

Ακούεις; Κάμε κάθε τι καθώς σου παραγγέλλω. ΑΞΙΩΜ. Εγώ δεν τρώγω άχυρα ούτε φορώ σαμάρι. Αν είναι πράγμα 'π' άνθρωπος το κάμνει, θα το κάμω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εδμόνδε, την ανδρείαν σου την έδειξεςτην μάχην, κ' η τύχη σ' εβοήθησε. Εκείνους οπού ήσαν αντίπαλοί μας σήμερα, τους έχεις αιχμαλώτους. Παράδοσέ τους εις εμέ, κ' εγώ θ' αποφασίσω ό,τι αξίξει δι' αυτούς και ό,τι με συμφέρει.

Να ξεκινήση πρώτα η νύφη και να γλυτώση από το χάρο, αν είνε γραμμένο να φτάση ως εδώ το δρεπάνι του. Στη χώρα δεν κονεύουνε μήτ' ένα μερόνυχτο. Πολύ φόβο δεν έχουν εκεί. Μ' αν τακούση η κερά Δέσπω, θα την πιάση τρομάρα. Εσύ και γω να τα ξέρουμε μονάχοι μας. Ακούς; Κερ. Έννοια σου δα κι άχυρα δεν τρώγω. Μόνο μια χάρη, Γαρουφαλίτσα μου. Να μου δώσης του γάμου φαεί. Ψοφώ της πείνας. Γαρουφ.

Τούτο ανέλαβε να ξεκαθαρίση αρχαίος τις Ζουάβος, ο πρώτος του τάγματος ξιφοπαίκτης και μονομάχος ονομαστός. Ένα πρωί, ενώ επρογευμάτιζα ήσυχα και φρόνιμα, ήλθε και έπτυσε μέσα εις το φαγητόν μου και έπειτα επαρεπονέθη ότι τον επρόσβαλα διότι έπαυσα να το τρώγω, και διά την προσβολήν ταύτην εζήτει ικανοποίησιν διά μονομαχίας μέχρι θανάτου.

ΑΜΛΕΤΟΣ Περίφημα, 'ς την ζωήν μου· με την τροφήν του χαμαι- λέοντος· αέρα τρώγω, φουσκωμένος ελπίδαις· όμοια δεν ημπορείς να τρέφης τα καπώνια σου. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Δεν έχω τι να κάμω με αυτήν την απάντησιν, Αμλέτε· αυτά τα λόγια δεν μου ανήκουν. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Μάλιστα, Κύριέ μου, κ' ευδοκίμησα ως ηθοποιός. ΑΜΛΕΤΟΣ Και ποίο πρόσωπο έπαιξες;