United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αμπτούλ εφάνη περίλυπος διά την ζήτησιν του Καλίφη. Μου κακοφαίνεται, Αφέντη μου, του είπεν, που έχεις τέτοιαν περιέργειαν, την οποίαν δεν ημπορώ να σου την πληρώσω χωρίς να μη σου ήθελε κακοφανή. Δεν βλάπτει, έκραξεν ο Καλίφης, είμαι ευχαριστημένος διά να υποφέρω ότι με ήθελες προστάξει χωρίς εναντίωσιν, και σου τάσσω πως δεν θέλεις το μετανοήσει, που μου τον έδειξες.

Μαζί μου έλα να σ' οδηγήσω εις τον Ληρ, κ' εκεί να σε αφήσω να τον προσέχης. Χρεωστώ να κρύπτωμαι ακόμη, αλλ' όταν έλθη ο καιρός να μάθης ποίος είμαι, δεν θα το έχης εντροπήν, αν μ' έδειξες φιλίαν. Εντός σκηνής εν τω γαλλικώ στρατοπέδω. ΚΟΡΔ. Εκείνος είν', αλλοίμονον!

ΧΗΝΙΔΑΣ. Μήπως έδειξες ολιγωτέραν ανδρείαν, Λεόντιχε, εις την Παφλαγονίαν, όταν εμονομάχησες με τον σατράπην : ΛΕΟΝΤ. Καλά που μου το θύμησες, διότι δεν ήτο μικρόν κι' εκείνο το ανδραγάθημα. Ο σατράπης ήτο πελώριος κι' εθεωρείτο πολύ δυνατός εις τα όπλα.

Και αφού ο βασιλεύς ετελείωσε την ιστορίαν αυτήν, γυρίζει προς τον Ρουσκάδ, και του λέγει· ω ευγενή ξένε, επειδή διά την τόσην καλωσύνην, που έδειξες προς την αγαπημένην μου γυναίκα, και υπερμάχησες διά την ευτυχίαν που τώρα χαιρόμεθα, τι χάριν από εμένα ζητείς να σου κάμω; πρόσταξε και θέλει σου δοθή ό,τι σου θέλει είναι αρεστόν.

ΠΟΛ. Αλλά το πρόσωπόν της εκφράζει πολλήν ευμένειαν, διότι ως βλέπεις είνε φαιδρά και προσηνής• ώστε λέγε με θάρρος. ΛΥΚ. Εγώ ο οποίος σου έπλεξα εγκώμιον υπερβολικόν και υπέρ το μέτρον σε επήνεσα, ως λέγεις, τελειοτάτη των γυναικών, δεν βλέπω να έφθασα εις το ύψος των επαίνων τους οποίους η ιδία εξήνεγκες περί του εαυτού σου διά του μεγάλου σεβασμού τον οποίον προς τους θεούς έδειξες.

Τότε η γυναίκα μου λέγει· ήξευρε ότι εγώ είμαι μία εξωτική· ιδού που σου εφύλαξα την ζωήν, διά την αγάπην και περιποίησιν που έδειξες εις εμένα, και ήξευρε ότι έχω θυμόν και οργήν ακατάπαυστον εναντίον των αδελφών σου, και θέλω κάμει παντοίους τρόπους διά να τους καταβυθίσω εις την άβυσσον της θαλάσσης μαζί με το πλοίον τους.

Α, κατηραμένε ζωγράφε, ακολούθησε να λέγη, που η κακή τύχη σε έφερεν εις το βασίλειόν του, και του έδειξες την εικόνα ετούτης της σκληρόκαρδης, από την οποίαν ευθύς που είδε την ωραιότητά της, ετρώθη εις την καρδίαν, και αποφάσισε να έλθη να θυσιαστή με τούτον τον τρόπον, με όλα τα εμπόδια που επάσχισεν ο πατέρας του να του κάμη.

Ώστε δεν έχεις δισταγμούς. — Αλλ' ας μοι είπη ο άρχων... — Δεν εφάνης πρόθυμος, φίλε, εις εκείνα τα όποια σοι είπεν ο υπηρέτης μου Θεόδωρος. — Πώς το λέγει ο άρχων; — Έδειξες προθυμίαν; — Ναι. — Τότε δεν έχομεν καιρόν να χάνωμεν. — Έχει δίκαιον ο άρχων. — Λοιπόν ας ανακεφαλαιώσωμεν. — Ναι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος; — Μοι είπε... — Τι; — Μοι είπεν ότι ο άρχων... — Ότι ο άρχων;

Ακούεις; Κάμε κάθε τι καθώς σου παραγγέλλω. ΑΞΙΩΜ. Εγώ δεν τρώγω άχυρα ούτε φορώ σαμάρι. Αν είναι πράγμα 'π' άνθρωπος το κάμνει, θα το κάμω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εδμόνδε, την ανδρείαν σου την έδειξεςτην μάχην, κ' η τύχη σ' εβοήθησε. Εκείνους οπού ήσαν αντίπαλοί μας σήμερα, τους έχεις αιχμαλώτους. Παράδοσέ τους εις εμέ, κ' εγώ θ' αποφασίσω ό,τι αξίξει δι' αυτούς και ό,τι με συμφέρει.

Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός είσαι.