Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.
Ο Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.
Κρατούσε στο χέρι τα παπούτσια∙ άφησε να της πέσουν το ένα μετά το άλλο, έπειτα έσκυψε να τα μαζέψει. «Έφις, βλέπεις; Η κατάρα που σου έδωσα έπιασε! Ακόμη και τα ρούχα σου άλλαξες. Θυμήσου που ήθελες να με σκοτώσεις.» «Είμαι πάντα έτοιμος, εάν δεν πάψεις! Πες μου, πως είσαι;» «Όχι πολύ καλά.
Κάτω απ' τη μαύρη σκέπη κλαίει ανόχλητα τη χαμένη παρθενιά της η κόρη. — Σωστά· είπε ο Δημητράκης θλιμμένος. Άνοιξε το όλο να ζήσης. Όλο το κέντημα είνε για τον πόλεμό μας ; — Α μπα· εδώ είνε κεντημένη όλη η ιστορία της γενιάς σας. — Της γενιάς μας· ήθελες να πης. — Όπως θες. Και σύγκαιρα ξετύλιξε απάνου στο χορτάρι ένα κομμάτι ατλάζι πλατύ και μακρύ σα σεντόνι. Ήταν όλο γεμάτο από κεντήματα.
Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες εξετάξει όλον τον κόσμον, θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν.
Εκείνος ο Κριτής έμεινε διά καμπόσον χωρίς να μιλήση· έπειτα με χαροποιόν πρόσωπον μου λέγει· νέε ξένε, δεν στέκεται παρά εις εσένα το να αποκτήσης την Κυράν που εχθές είδες· εκείνη χωρίς αμφιβολίαν είνε θυγατέρα του Μουφάκ, και όσον και αν ήθελες είσαι από τους πλέον χυδαίους ανθρώπους, εγώ θέλω σε κάμει να φθάσης να πληρώσης την επιθυμίαν σου· άφησε να κάμω εγώ και θέλω πασχίσει διά το όφελός σου.
Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου.
— Και εγώ σου έβανα τότε, 'ς το χέρι σου, ένα κοσιπενταράκι· Δεν είνε αλήθεια, καπετάν-Φαφάνα; εξηκολούθησεν ο Μέλτος ο Μισακός· Και σου είπα: — Και του χρόνου! Δεν είνε αλήθεια; Όλοι εγέλασαν διά το πάθημα του καπετάν-Φαφάνα με ανακραυγάς. Ο δε γέρω-Μπούμπας, διακόψας την σιωπήν του, είπε με οργήν: — Και ήθελες να μου γένης και παπάς! Και πώς θα έχονες τους πεθαμένους, αφού τους φοβάσαι;
Τι να του πει κανείς για να τον παρηγορήσει; «Γιατί δεν έμεινες εκεί;» Ο Έφις ένοιωθε πολλή λύπηση για όλη αυτή τη μιζέρια και τον εξευτελισμό που αντίκριζε, για να μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. «Τι έκανες σήμερα;», ρώτησε χαμηλόφωνα. «Τι ήθελες να κάνω; Δεν έχω τίποτα να κάνω! Έρχομαι εδώ να σου φέρω ψωμί και γυρίζω πίσω κουβαλώντας τα λαχανικά! Κι εκείνες που ζουν σαν τρεις μούμιες!
Διότι εγώ ο οποίος ήξευρα καλά την σύγχυσιν που επικρατεί εις το σπίτι σου και την διχόνοιαν μεταξύ σου και της γυναικός του Έκτορος, θα ημπορούσα να περιμένω τι θα κάμης, αν δηλαδή θα μείνης εδώ ή αν φοβηθείσα την αιχμάλωτον θα ήθελες να φύγης. Αλλά ήλθα εγώ ο ίδιος, χωρίς να περιμένω να μου μηνύσης, και αν απεφάσιζες, όπως δείχνουν τα λόγια σου, να σε πάρω απ' εδώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν