United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Μνησικακών διά την αιτίαν ταύτην παρεκίνησε διά των συμβουλών του τον Καμβύσην να ζητήση την θυγατέρα του Αμάσιος, με τον σκοπόν, εάν μεν την δώση, να τον λυπήση, εάν δε δεν την δώση να τον καταστήση εχθρόν του Καμβύσου.

Δεν ήξερε γιατί, εδώ και λίγο καιρό, από το βράδυ εκείνο που είχε κουβαλήσει το καλάθι, από τότε που ο Τζατσίντο του είπε: «εσύ μαζεύεις λεφτά σαν να είναι κουκιά που θα τα δώσεις στα γουρούνια», ένοιωθε μέσα του ένα κενό, έναν περίεργο πόνο, σαν να του μετέδωσε ο ξένος το δικό του και όταν σκεφτόταν τις ξαδέλφες του αισθανόταν μια λύπηση ασυνήθιστη.

Μα οι νέοι τα εσιάξανε μεταξύ τους, και η κόρη — π' ανάθεμά της! — αγάπησε τον Κιαμήλη τόσο πολύ, που ο γέρος αναγκάσθηκε να δαγκάση τα χείλη του και να σιωπήση, έτσι αψύς και υπερήφανος που ήταν. Γιατί άλλο παιδί από την Ναζιλέ δεν είχε και δεν ήθελε να την λυπήση. Έτσι εδώσανε σημάδι και αρραβωνιασθήκανε. Ποιος το ήξευρε να τους πανδρεύση τότε, και να τους φέρη στην Πόλι.

Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..» Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση: «Ψυχή μου

— Τ' είνε, κόρη μου; την ρώτησε η γερόντισσα ξαφνισμένη από το θρήνο της. Η Ελπίδα συνήρθε αμέσως και μάσησε τα λόγια της. Δεν ήθελε να ειπή το στοχασμό της και να την λυπήση περισσότερο. — Τα πόδια σου, Κυρά μου, τα πόδια σου είνε καταματωμένα! είπε μ' αναφυλλητό. Ποιος τόλπιζε τέτοιο κακό στου Μορφόπουλου τη γυναίκα! ποιος τόλπιζε!..

ΘΕΡΑΠΩΝ Ζούνε; Τι λες; Τη συμφορά δεν ξέρεις του σπιτιού μας; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι. Εκτός αν ψέμματα ο κύριος σου είπε. ΘΕΡΑΠΩΝ Είναι πολύ φιλόξενος, και για να μη λυπήση τον ξένο του. ΗΡΑΚΛΗΣ Λέγε λοιπόν τι συμφορά σας βρήκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Πήγαινε στο καλό εσύ χαρούμενος. Οι άλλοι εμείς ας τηνε κλάψωμε τη συμφορά του αφέντη. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν φαίνεται απ' τα λόγια σου να πρόκειται για ξένον.

Προς τι να την λυπήση προτού τελεσθή το γεγονός; Και όμως δεν ηδύνατο να κρατηθή ο Κ. Πλατέας. Έπρεπε να ομιλήση διά να μη σκάση. Αλλά μη τολμών να εκφράση απ' ευθείας το αντικείμενον των διαλογισμών του, προσέφυγεν επί το διπλωματικώτερον εις σχέδιον περιφραστικόν και εσκέφθη να φέρη εντέχνως τον λόγον εκ του φαγητού εις τον γάμον. — Φλουρού, είπεν, επαράβρασες το βραστόν.

Κ' η Χλόη άμα τάμαθε, βρισκότανε σε μεγάλη λύπη και τόκρυβε από το Δάφνη για πολύν καιρό, επειδή δεν ήθελε να τόνε λυπήση.

Να, θέλω ένα χρώμα για το βάθρο της Δόξας μου· τόσον καιρό παιδεύουμαι κι ακόμα να το βρω. — Πού ξέρω γω, η φτωχή, από τέτοια. — Μ... βέβαια· πού να ξέρης εσύ από τέτοια! είπε με λύπηση. Έπειτα κυττάζοντας το πρόστυχο πλέξιμό της επρόσθεσε ξαναβρίσκοντας την όρεξη του·Δουλειά, βλέπω, δουλειά! έτσ' είσαστ' εσείς οι προκομμένοι! ... — Τι να κάνουμε· είπ' εκείνη χαμογελώντας πονηρά.