United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρασουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...

Τι λες ; τον ρώτησε ξαφνισμένη από τις άγριες ματιές του η κόρη. — Είνε ασέβεια ο λόγος μου· τα ξέρω· μα ήθελα να τόκανα. Να σκότωνα τον πατέρα για να ζήση το παιδί. Αυτός ο Παρθενώνας μας στέρεψε όλες τις βρύσες της ζωής. — Ενώ μπορούσε να τις πληθύνη. — Μπορούσε, δε λέω τ' όχι. Μα δεν τόκαμε. — Δεν είνε δικό του το σφάλμα. — Σπολλάτη που με φώτισες, είπε με πικρό χαμόγελο.

Το τελευταίο το πρόστεσε μ' έναν τόνο, σα να πρόφερε κάτι που την αηδίαζε και σα να ντρεπότανε γι' αυτό. — Πώς μπορούσα να σε παρεξηγήσω τόσο; είπε. Κ' ενώ αγκάλιασε τον ώμο μου, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε: — Δε θυμώνεις που με βλέπεις να πηγαίνω μέσα στο Σβεν; — Να θυμώσω; Θα την είχα κοιτάξει βέβαια με ξαφνισμένη έκφραση, που δεν μπορούσε να παρανοηθή. Γιατί δε ρώτησε τίποτε πια.

— Τ' είνε, κόρη μου; την ρώτησε η γερόντισσα ξαφνισμένη από το θρήνο της. Η Ελπίδα συνήρθε αμέσως και μάσησε τα λόγια της. Δεν ήθελε να ειπή το στοχασμό της και να την λυπήση περισσότερο. — Τα πόδια σου, Κυρά μου, τα πόδια σου είνε καταματωμένα! είπε μ' αναφυλλητό. Ποιος τόλπιζε τέτοιο κακό στου Μορφόπουλου τη γυναίκα! ποιος τόλπιζε!..

Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφτιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένη καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Και πρι να τον πάρη του Πανάγου το μάτι, κοντοστέκεται ο Πιστός ως δέκα βήματα δεξά του, ακκουμπάει στα πισωμέρια του μια στιγμή, τινάζει αστραπές από τα ολόξυπνα μάτια του, και δες του ένα ολόχαρο αλήχτισμα. Ολόρθη αμέσως από τη μια η ξαφνισμένη η Ασήμω, ξύλο μονάχο από την άλλη ο Πανάγος! Κοιταχτήκανε κατάματα μια στιγμή.

Άνοιξα τα μάτια κ' είδα έναν άνθρωπον άσπρο, που αναστέναζε κ' έλεγε ανάμεσα στα δόντια του. &Ω τι συφορά να μην έχης αρχ ....& &Συνέχεια της Ιστορίας της γριάς.& Ξαφνισμένη και χαρούμενη, που άκουσα τη γλώσσα της πατρίδας μου κι' όχι λιγώτερο απορώντας για τα λόγια, που μουρμούριζε αυτός ο άνθρωπος, του απάντησα, πως υπήρχανε μεγαλύτερες δυστυχίες απ' αυτήν που παραπονιότανε.

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.