United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ Εξορίαν! Λυπήσου με, και πρόφερε θανάτου καταδίκην! Μου είναι κι’ από θάνατον πλέον φρικτή και μαύρη η εξορία! Πάτερ μου, μη λέγης εξορίαν. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εξορισμένος απ' εδώ, απ' την Βερώναν, είσαι. Υπομονή, υπομονή! Μεγάλος είν' ο κόσμος. ΡΩΜΑΙΟΣ Κόσμον δεν έχει δι’ εμέ απ' την Βερώναν έξω· δεν έχει παρά κόλασιν, και βάσανα και θρήνον!

Το τελευταίο το πρόστεσε μ' έναν τόνο, σα να πρόφερε κάτι που την αηδίαζε και σα να ντρεπότανε γι' αυτό. — Πώς μπορούσα να σε παρεξηγήσω τόσο; είπε. Κ' ενώ αγκάλιασε τον ώμο μου, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε: — Δε θυμώνεις που με βλέπεις να πηγαίνω μέσα στο Σβεν; — Να θυμώσω; Θα την είχα κοιτάξει βέβαια με ξαφνισμένη έκφραση, που δεν μπορούσε να παρανοηθή. Γιατί δε ρώτησε τίποτε πια.

Έτσι καθόμαστε τώρα και μεις κ' ενώ δεν μπορούσαμε να νοιώσουμε τι σημασία είχε που η αναπνοή της έγινε αλαφρότερη και περιμέναμε το τέλος, παρατηρήσαμε πως τα μάτια της κάμανε νανοίξουνε κ' είδαμε πως γύρισε προς το μέρος, όπου είτανε κρεμασμένη στον τοίχο η εικόνα του Σβεν, και την ακούσαμε να πη: — Νέννε. Σιγαλά κι αδύνατα πρόφερε την μικρή λέξη, ωστόσο μίλησε.

Γιατί από τη γυναίκα μου βγήκε ένας αχός πόνου, που έλεγε πως μ' άκουσε, χωρίς όμως να μπορέση να βάλη το άψυχο χέρι της απάνω στο κεφάλι μου. Εκείνον τον αχό μπορώ και τον ακούω κι αυτή την ώρα ακόμα. Για να μπορέση να προφέρη τα λόγια που πρόφερε, πάλεψε ώρες εκεί. Κι όταν τα πρόφερε, ξαναέπεσε στην ησυχία. Ειρήνη βασίλεψε στην όψη της. Δεν ήθελε πια τίποτε, δεν πιθυμούσε τίποτε.

Ο Χίλων εξέτεινε τας χείρας του, θέλων να είπη ότι τούτο δεν ήτο σφάλμα του. Και έπειτα προσέθηκε: — Γιέζους Χρίστους, Ντέι Φίλιους, Σαλβάτωρ . Πρόφερε, αυθέντα, ελληνιστί την φράσιν αυτήν. — Καλά!.,. Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ . Και έπειτα; — Τώρα, λάβε το αρχικόν γράμμα εκάστης των λέξεων τούτων και ένωσον τα γράμματα ταύτα διά να σχηματίσουν μίαν νέαν λέξιν.

Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.

Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.

Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων. Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι.