United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκοψε τα δέντρα, ξερρίζωσε τους θάμνους, έβγαλε την πόρτα του φράχτη και την έρριξε απάνω στη βάρκα. Κι αφού κύλησε τις πέτρες της σκάλας στη θάλασσα και κατάστρεψε έτσι και την αποβάθρα, έφυγε από το νησί ευχαριστημένος πως ο εχτρός του δεν είχε να κερδίση τίποτε. Γι' αυτά μιλούσαμε, όμως όλη την ώρα η δική μας απογοήτεψη παραφύλαγε πίσω από τα λόγια μας κ' η Έλσα έτρεμε.

Μην κλαις, παιδί μου, μην κλαις, της είπε στοργικώς, και σα δεν τονε θες τον Τερερέ, δε θα σε βάλουνε να τόνε πάρης στανικώς. Κι' ο κύρης σου ήλλαξε γνώμη. — Αλήθεια; ανεφώνησεν η Πηγή, μη τολμώσα να το πιστεύση. — Αλήθεια κιαμέ ψώματα; Τόση ώρα που μιλούσαμε αυτό 'πολέμουνα, να του γυρίσω την κεφαλή του την αγύριστη. Μη φοβάσαι μπλιο να σου ξαναμιλήση για τον Τερερέ.

Όταν όμως είτανε να φύγη η μαμά ή και να βγη, μονάχα έξω χωρίς αυτόν, τότε τον έπιανε απελπισία. Η θλίψη του δεν είχε όρια και το κλάμα του είτανε τόσο απαρηγόρητο, ώστε δεν εύρισκε κανένας μέσο να τον ησυχάση. Ναι, μας έκανε τόση λύπη να τον βλέπουμε έτσι, ώστε δεν το ξεχνούσαμε εύκολα κ' ένα πρωί μιλούσαμε γι' αυτό.

Μου φάνηκε σα να ξέσπασε κάτι μέσα μου. «Εδώ έχεις μπροστά σου το χειρότερο απ' όλα», στοχάστηκα, «εκείνο που δεν το συλλογίστηκες ακόμα. Τα παιδιά, τα παιδιάΚι άφησα τη νοσοκόμα μόνη με την άρρωστη και κατέβηκα κάτω με τα παιδιά να φάμε και να μιλήσω μαζί τους για ό,τι έμελλε να γίνη. Πώς μιλούσαμε με τα παιδιά την ημέρα αυτή και τις ακόλουθες!

Δε δοκιμάζανε να ξηγήσουν εκείνο που είτανε μονάχα απλό και μέγα. Ξέρανε μόνο πως η μαμά ήθελε να πεθάνη και να τα παραιτήση, αυτό γινότανε μόνο γιατί είταν άρρωστη κι αδύνατη και γιατί δεν μπορούσε να ζήση. Αν τους έλεγε κανείς πως μ' αυτό η μαμά τους έδειχνε πως ταγαπούσε κείνα λιγότερο, θα γελούσανε ή θα θυμώνανε. Τώρα μιλούσαμε για διάφορα πράματα, που δεν τάκουγα.

Είχαμε δυο αγόρια κ' είτανε φυσικό το μικρό πλάσμα, που περιμέναμε, να τονομάζουμε «το κοριτσάκι». Το περιμέναμε και μιλούσαμε γι' αυτό· κ' ένα μεσημέρι, που γύρισα σπίτι από την εργασία μου, η Έλσα μου είπε: — Αυτό που περιμένουμε είναι ο άγγελός μου και θα με σώση. Τόσον καιρό είχα λησμονήσει πως κάποτε τρέξαμε κάποιον κίντυνο, γι' αυτό δεν ένοιωσα τα λόγια της αμέσως.

Και κει που μιλούσαμε, άρχισε να μου έρχεται ο πόνος, έτσι σαν από το μάκρος. Ήξερα πως θα έφτανε τέλος, πως θα έφτανε με ανακούφιση. Μα δεν μπορούσε ακόμα να νικήση τη γαλήνη, που με κυρίεψε και που τη φύλαξα ακόμα κι όταν βγήκε ο γιατρός από την κάμαρα της άρρωστης και μου είπε όλα εκείνα, που τα γνώριζα πια. Πριν όμως έρθη ο γιατρός, δυνατές κραυγές με κάμανε νανεβώ στην κρεβατοκάμαρα.

Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων. Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι.

Γιαννόπουλο τουλάχιστο συζητούσα, φιλονικούσαμε, του έλεγα τους λόγους μου, μιλούσαμε για τα ιστορικά της δημοτικής, όπως ταιριάζει κάθε φορά που κατηγορούνε τη γλώσσα, γιατί παρατήρησα πως το μάθημα το μεγάλο και το μεγάλο το γιατρικό είναι να πιάνουμε να μελετούμε κατάβαθα την ιστορική μας γραμματική, άμα νοιώθουμε και μας κολνάει στο μυαλό η φοβερή μας εκείνη αρρώστια, να λέμε τη γλώσσα μας πρόστυχη κι ανίκανη, αψηφώντας κι αδυναμώνοντας έτσι την ψυχή μας την ίδια.

Εκεί που μιλούσαμε, παρατήρησε πως ο μικρός είχε κουνηθεί. Τονέ σήκωσε, τον πήρε στα χέρια της με κείνον το σίγουρο προφυλαχτικό τρόπο, που τον γνωρίζουν οι μητέρες μόνο, και τον έφερε στο στήθος της. Το πρόσωπό της έλαμπε, όταν είδε κ' αιστάνθηκε πως ο μικρός βύζαινε το γάλα της με κείνη την απερίγραφη γαλήνη, που είναι το προνόμιο των παιδιών.