United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα από λίγο είμουνα στην κρεβατοκάμαρα κ' είδα πως η γυναίκα μου είταν αναίσθητη. Ακροάστηκα την αναπνοή της, έπιασα το χέρι της και δοκίμασα να της μιλήσω. Ένοιωσα πως όλα είτανε μάταια και κατέβηκα να μιλήσω ο ίδιος με το γιατρό στο τηλέφωνο, όχι γιατί πίστευα πως είταν αναγκαίο, μα γιατί νόμιζα πως έπρεπε να το κάμω.

Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφαήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω...

«Τότε, μου γράφει ένας φίλος, ο Π. Βλαστός, νόμιζα ακόμη σωστή την περίφημη θεωρία «της μέσης οδού». . . Έπειτα μελέτησα κ' είδα την Αλήθεια από πιο κοντά και κατάλαβα πως είναι κι αυτήσαν όλες τις μεγάλες θεέςπολύ πιο όμορφη με τη μαρμαρένια της γύμναχωρίς τους πέπλους και τα φακιόλια και τους κορσέδες του συβιβασμού. Τι σκοπούς έχω; Όλους. Πολύ θα πήτε.

Κι ανάμεσα στις φωνές, που με σπρώχνανε στην εργασία, άκουγα έναν ήχο, που νόμιζα πως τον αναγνώριζα: «Είναι ο πατέρας με το παιδί του!» Ο πατέρας με το παιδί του! Πού το είχα ακούσει; Πότε είχα νοιώσει αυτή τη δαιμονισμένη βία; Είτανε σα να σφυρίζανε καμουτσίκια, σα να πετούσανε σπίθες τα πέταλα σε πέτρινους δρόμους, σα να αιστανόμουνα το νυχτερινό αέρα να δροσίζη το φλογισμένο δέρμα μου.

Στριφογύρισε λίγο σαν σβούρα με το χέρι στο σβέρκο και έπεσε μακριά από το μέρος όπου μου είχε επιτεθεί…. Πίστεψα πως το έκανε επίτηδες…. Περίμενα…. περίμενα… να σηκωθεί…. Έπειτα μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας….. αλλά δεν μπορούσα να το κουνήσω από τη θέση μου…. Νόμιζα πάντα πως το έκανε στα ψέματα….. Και κοίταζα… κοίταζα… Έτσι πέρασε πολλή ώρα.

Όποιος είναι ευτυχισμένος δεν πρέπει να μείνη ευτυχισμένος για πολύν καιρό. Πίσω από τέτοιους στοχασμούς έκρυβα το αληθινό μου συναίστημα, που είταν όλον τον καιρό πλημμυρισμένο από εκείνη. Νόμιζα πως είχα το δικαίωμα ναγαναχτώ κ' εύρισκα πως ο λόγος μου έλαβε απάντηση σκληρότερη παρότι του άξιζε.

Ενάντια στην ευτυχία μου, που τηνέ νόμιζα μια φορά τόσο δυνατή, ώστε να κοιτάζω, σαν από ψηλά, κάτω την ευτυχία των άλλων, ορθώνεται μια δύναμη, που είναι η μοίρα όλων όσοι ζούνε. Ο θάνατος στέκει μπροστά μου, όπως έστεκε μια φορά μπροστά στο Σβεν στην εικόνα, που ήθελε να του τη διηγούνται σαν παραμύθι.

Γιατί ένοιωθα ένα συναίστημα ενοχής μέσα μου, ένα συναίστημα ενοχής που με βάραινε. Όμως δεν μπορούσα να βρω πότε έσφαλα. Νόμιζα πως χωρίς άλλο εγώ είμουνα ο ένοχος. Όταν πήγα να κοιμηθώ, είδα πως η Έλσα είταν ξυπνητή ακόμα. Όταν όμως έπεσα, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Ποτέ άλλη φορά δεν είδα το πρόσωπό της με τόσο ευτυχισμένη έκφραση.

Νόμιζα τότε πως σ' αγαπούσα και πως είμουνα ευτυχισμένη. Είτανε γιατί δε γνώριζα τίποτε και δεν εννοούσα τίποτε. Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει και θέλω να σ' ευχαριστήσω. Πριν προφτάσω να το εμποδίσω, άρπαξε το αριστερό μου χέρι και το φίλησε κι όταν έκαμα να το τραβήξω, το κράτησε σφιχτά και το ξαναφίλησε στο μέρος που φορούσα το δαχτυλίδι.

Νόμιζα πως άκουγα ακόμα τα λόγια, που ψιθυρίζαμε αναμεταξύ μας στην ησυχία του βραδιού, λόγια για τη ζωή και για το θάνατο, για το θεό και για τα μέλλοντα, λόγια που παίρνανε σοβαρότητα και φλόγα από το πρώτο ερωτικό μεθήσι μας. Θυμήθηκα πως είχε πέσει σε βαθειά θλίψη και σιωπή, ενώ συλλογιζόταν την απάντησή μου.