United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ή Βασίλισσα είναι πληχτική για σας, για δοκιμάστε αυτή. Ας κάμουμε αλλαγή, σας δίνω την αδελφή μου δανείστε μου την Ιζόλδη. Θα την πάρω και θα σας υπηρετήσω με αγάπη». Ο Βασιληάς γέλασε και είπε στον τρελλό: «Αν σου δώσω τη Βασίλισσα, τι θα θελήσης να την κάμης; Πού θα την πας; — Κει πάνω, μέσα από τον ουρανό και τα σύννεφα, σ' ένα ωραίο γυάλινο παλάτι.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στ’ ανάερα τα πόδια Της Νύχτας της μελαχροινής και της καθάριας Μέρας Τες τέσσαρες τες εποχές, γλυκά χεροπιασμένες, Την Άνοιξη τη δροσερή, των λουλουδιών τη μάννα, Ντυμένη φόρεμα λαμπρό, λουλουδοστολισμένο, Το Καλοκαίρι το χρυσό, το ηλιοφλογισμένο, Το κίτρινο Χινόπωρο με τα πεσμένα φύλλα, Και τον Χειμώνα τον ψυχρό με τ’ άσπρα του τα γένια, Κι’ ολόγυρα στες εποχές, τες αεροβατούσες, Ηλιολαμπές και συννεφιές, βροχές, χαλάζια, χιόνια, Και μες στα μαύρα σύννεφα φλόγινα αστροπελέκια, Σα φείδια ολοφώτεινα βαθυά να τ’ αυλακόνουν.

Μπορεί μάλιστα τα κύματά του να πάρουν άλλη θωριά, να διή ουρανό που δε γνώριζε πρώτα, και σαν τον ουρανό με τα σύννεφα, να γίνη, και κείνος άσπρος και γαλάζιος. Ίσως άλλαξε κι ο ποταμός.

Ο Ρούντυ είχεν ακούσει να ομιλούν γι' αυτά, όταν αυτός τότε που ήτο ακόμη παιδί, διενυκτέρευσε εδώ επάνω εις τα βουνά, που τα περιώδευσε. Το χιόνι έπιπτε πυκνότερα, τα σύννεφα ήσαν κάτω απ' αυτόν· εκύτταζε πίσω, δεν έβλεπε πλέον κανένα, αλλά αντελήφθη γέλωτας και λαρυγγισμούς και ο ήχος των δεν έμοιαζε να βγαίνη από στήθος ανθρώπου.

Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφαήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω...

Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του. Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι.

Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .

Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας.

Με γέμιζε μ' ένα αίστημα, ιερό μπορώ να πω, και μπρος σ' αυτά χανόντανε όλα τάλλα. Το πλοίο χόρευε απάνω στην ταραγμένη θάλασσα και μπρος στην πλώρη του, ξεχώριζε η σκιαγραφία ενός μακριού νησιού, που σημαδευότανε σ' ένα βάθος από σύννεφα που κυνηγούσαν ένα τάλλο.

Σοβαρόν, υψηλόν Δόσε τόνον ω Λύρα· Λάβε αστραπήν, και ήθος Λάβε νοός, υμνούμεν Ένδοξον έργον. Διαπρεπή οι αθάνατοι Έδωσαν των ανθρώπων Και ατίμητα δώρα· Αγάπην, αρετήν, Εύσπλαχνον στήθος. Αλλά και φρενών πτέρωμα· Όπως, όταν η τύχη Εις τα κρημνά του βίου Της αμάξης πλαγίαν Την ορμήν φέρη· Ημείς, ως τας κλαγγάς Εις τα σύννεφα αφίνει Ο μέγας αετός Και εις τα βαθέα λαγγάδια Αφρούς και βράχους.