United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως προς την Κλεοπάτραν, αύτη ανομολογεί το μεγαλείον σου, και υποτασσομένη εις την ισχύν σου, ζητεί παρά σου υπέρ των διαδόχων αυτής, το διάδημα των Πτολεμαίων, όπερ είναι τώρα εις την διάθεσίν σου. ΚΑΙΣΑΡ. Ουδεμία των αιτήσεων του Αντωνίου θα εισακουσθή.

Είνε το αυτό ως εάν τις παρουσιάζεται ως ηγεμών και φορή τιάραν και διάδημα και όλα τα άλλα όσα αποτελούν τα γνωρίσματα της βασιλείας, έπειτα δε ζητεί από τους υποδεεστέρους και επαιτεί.

Η Παυλίνα σήκωσε τα μάτια της, δακρυσμένα, και τον κύτταξε γλυκά. — Θέλω ένα διαμάντι πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο διαμάντι που φορεί στο διάδημά της η βασίλισσα. Ο Παύλος αναστέναξε. Όμοιο διαμάντι δε βρισκότανε σ' όλο τον κόσμο. — Πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται, να σχίσω βουνά και θάλασσες να πάω να στο φέρω. Η Παυλίνα τον κύτταξε πιο γλυκά ακόμα. — Αν μ' αγαπάς θα πας να μου το βρης.

Μια μεγάλη διαμαντόπετρα, αστραφτερή σαν τον αποσπερίτη, μεγαλύτερη από το μεγαλύτερο διαμάντι που στολίζει το διάδημα της βασίλισσας, φανερώθηκε μπροστά της. Έμεινε ώρα πολλή σα σαστισμένη, παίζοντας στα λευκά, παχουλά της δάκτυλα τον όμορφο θησαυρό. Δάκρυα χαράς τρέχανε απ' τα μάτια της. — Ο καϋμένος ο Παύλος! είπε μέσα της. Δε με ξέχασε...

Αλλά τώρα ποίος τολμά να ατενίση αυτούς τους τόσον αγερώχους; Και ποίος δύναται να πιστεύση ότι εκείνος μεν θα αιχμαλωτισθή, του δε άλλου η κεφαλή θα ριφθή εις ασκόν γεμάτον από αίμα; Εκείνος δε Ερμή, ποίος είνε, που φορεί μανδύαν από πορφύραν και διάδημα ηγεμονικόν και εις τον οποίον ο μάγειρος δίδει δακτύλιον μέσα από το ψάρι που ξεκοίλιασε, Νήσω εν αμφιρύτη; βασιλεύς δε τις εύχεται είναι .

Πόσις. — Το ποίον; Λέγε. Δάμαρ. — Έν μικρόν διάδημα, ω Πόσι, διά την κεφαλήν, Πόσις. — Ω! διάδημα!... Αντιποιείσαι βασιλείαν; Δάμαρ. — Διατί να μη αντιποιούμαι; Δεν είμεθα οι δύο μας επί της γης; Δεν είσαι συ ο βασιλεύς πάντων των κτηνών και πάντων των ερπετών, και των πετεινών και των θηρίων; Και αν είσαι συ βασιλεύς, εγώ δεν είμαι βασίλισσα; Τι είμαι; Πόσις. — Σκληρόν το αίτημά σου, ω Δάμαρ.

ΛΑΜΠ. Τι, έπρεπε να έλθω γυμνός, ω Ερμή, εγώ ένας βασιλεύς; ΕΡΜ. Βασιλεύς πλέον δεν είσαι, αλλά νεκρός• ώστε να ταφήσης αυτά. ΛΑΜΠ. Ιδού, απέρριψα τον πλούτον. ΕΡΜ. Και την αλαζονείαν ν' απορρίψης, Λάμπιχε, και την υπεροψίαν διότι θα δώσουν βάρος εις το πλοιάριον και τα δύο μαζή. ΛΑΜΠ. Τουλάχιστον να μου επιτρέψης να έχω το διάδημα και τον μανδύαν. ΕΡΜ. Όχι, αλλά και αυτά να ταφήσης.

Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ' εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και ακολουθούντας δορυφόρους.

Ενώ δε παρετήρουν αυτά, η ζωή των ανθρώπων μου εφαίνετο ότι ομοιάζει με μακράν πομπήν, της οποίας τα καθέκαστα διατάσσει και τακτοποιεί η τύχη, ενδύουσα με διαφόρων ειδών και χρωμάτων ενδύματα τους πομπευτάς• και άλλον μεν κατά προτίμησιν ενδύει ως βασιλέα και θέτει επί της κεφαλής του τιάραν, τον περιβάλλει με δορυφόρους και στέφει την κεφαλήν του με το διάδημα, εις άλλον δε δίδει σχήμα δούλου, άλλον κάνει ωραίον και άλλον άσχημον και γελοίον, διότι πρέπει το θέαμα να έχη ποικιλίαν.

ΚΕΝΤ Ειλικρινώς και ταπεινώς, αυθέντα σεβαστέ μου, αν είναι με την άδειαν του υψηλού σου κράτους, οπού η δόξα σου, καθώς το φως που στεφανώνει με φλογερόν διάδημα το μέτωπον του Φοίβου... ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά ! ΚΕΝΤ Αφού η γλώσσα μου δεν σου αρέσει, την αλλάζω. Εγώ βέβαια κόλακας δεν είμαι. Αν κανείς άλλος σου ωμίλησε ορθοκαταίβατα και σ' εγέλασε, ήτο κατεργάρης ορθοκαταίβατος.