United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ύστερον πώς να μη μοσχοβολά το χώμα; Πόσις. — Ναι, εγώ ο Πόσις. Σου επλήρωσα, ω Δάμαρ, την δεσποτείαν ακριβά. Δάμαρ. — Τι μ' επλήρωσες; Πόσις. — Έσκαψα, ως ασπάλαξ, βαθέως την γην, δια να ανακαλύψω χρυσόν και άργυρον, διά να κεντήσης τα πέδιλά σου, να τα φορής, να πατής και να τρίζη η γη υπό τους πόδας σου.

Τ' όνομά σου είναι πόλεμος, Πόσι, τ' όνομά μου είνε ειρήνη επί της γης. Πόσις. — Και όταν βασιλεύσης συ, δεν θα υπάρχη πλέον πόλεμος; Δάμαρ. — Ουδαμού. Πόσις. — Και ουδείς ο πολεμών την ειρήνην; Δάμαρ. — Ουδείς. Πόσις. — Το εναντίον της ειρήνης δεν θα υπάρχη; Δάμαρ. — Ουχί! Συ ποιείς τον πόλεμον. Εγώ φέρω ειρήνην. Πόσις. — Ισχυρογνωμονούσα και θέλουσα δήθεν την ειρήνην, δεν πολεμείς;

Δάμαρ. — Αγωνίζομαι κατά του πολέμου. Πόσις. — Άρα πολεμείς. Δάμαρ. — Δεν πολεμώ, αλλ' ειρηνεύω. Πόσις. — Δεν πολεμείς, αλλά ψευδωνυμείς. Το ψευδώνυμόν σου, ώ Δάμαρ, είνε Ειρήνη. Το αληθές σου όνομα είνε Έρις, Ερινύς. Δάμαρ. — Ω! μου δίδεις τόσα ονόματα...

Έκοψα τας ρίνας δύο Ινδών όπως αποσπάσω τους χρυσούς και λιθοκολλήτους κρίκους των, διά να κατασκευάσω ενώτια διά τα ώτα σου τα διάτρητα, τα διαφανή, τα οποία χρησιμεύουν ως δύο θύραι εισόδου και εξόδου διά τους λόγους τους παρ' εμούΚαι τώρα τι άλλο απαιτείς ακόμη, ω Δάμαρ; Δάμαρ. — Τίποτε, ω, τίποτε! Αναγνωρίζω, τας ευεργεσίας σου, ω Πόσι. Πόσις. — Λοιπόν ειρήνευε, και έσο αυτάρκης.

Δάμαρ. — Εκράτησες συ δι' εαυτόν παν το αξίωμα και πάσαν την αρχήν και πάσας τας προνομίας. Θέλω κ' εγώ να συμμετάσχω των δικαιωμάτων σου, καθώς συμμετέχω όλων των υποχρεώσεων και όλων των κόπων σου και όλων των λυπών σουΕπιθυμώ να ψηφίζω, να γραμματεύω, να βουλεύω, να στρατηγώ, να καταδυναστεύω... Καιρός να μοι δοθή ισοπολιτεία, ώ Πόσι. Πόσις. — Επιθυμείς, είπες, να στρατηγής.

Πόσις. — Ω της αισίας, ω της μακαρίας πίστεως! ω της καλής γνώμης! Δάμαρ. — Ναι, εις τους πολέμους όσους διεξάγεις συ, εγώ νοσηλεύω τους τραυματίας όσους πληγώσης, εγώ συστέλλω τους νεκρούς όσους θανατώσης, εγώ σπείρω αγάπην και συμπάθειαν και έλεον. Και όταν αναδήσω την κόμην με διάδημα, τότε ειρήνη θα βασιλεύση από περάτων έως περάτων.

Δάμαρ. — Είπες να πίωμεν την Λήθην ομού;...Άκουσον· την ημέραν καθ' ην σ' εφίλευσα εις τον Παράδεισον τον εύχυμον εκείνον καρπόν, ελησμόνησα να σε κεράσω έν ποτήριον διά να τον χωνεύσης... Έκτοτε σοι το οφείλω. Ιδού, λάβε και πίε!

Πόσις. — Το ποίον; Λέγε. Δάμαρ. — Έν μικρόν διάδημα, ω Πόσι, διά την κεφαλήν, Πόσις. — Ω! διάδημα!... Αντιποιείσαι βασιλείαν; Δάμαρ. — Διατί να μη αντιποιούμαι; Δεν είμεθα οι δύο μας επί της γης; Δεν είσαι συ ο βασιλεύς πάντων των κτηνών και πάντων των ερπετών, και των πετεινών και των θηρίων; Και αν είσαι συ βασιλεύς, εγώ δεν είμαι βασίλισσα; Τι είμαι; Πόσις. — Σκληρόν το αίτημά σου, ω Δάμαρ.