United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εξήλθα από την θάλασσαν, είχον ήδη εξέλθει και οι δύο σοφοί και τους ακούω ενδυομένους και συνεχίζοντας τας σοφάς των ομιλίας. — Παρετήρησες; Η γυμνότης είνε ηδονή και ηδονή όχι μικρά. Ίσως αυτό το αίσθημα είνε λείψανον της προπατορικής ευδαιμονίας. Ομού με τον Παράδεισον οι προπάτορες έχασαν και την ελευθερίαν της γυμνότητος και ευρέθησαν εις την ανιαράν ανάγκην να ενδύωνται.

Και τα τεμάχια των βαπτιστικών και κουκουλίων ήσαν και ταύτα ενθύμια παιδίων, αποθανόντων ευθύς μετά το βάπτισμα, και τα λευκά κόκκαλα και τα κρανία τα τρυφερά ήσαν άσπιλα λείψανα παιδίων, τα οποία είχεν ευδοκήσει να καλέση ενωρίς εις τον Παράδεισον πλησίον του υιού της, του ειπόντος «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά», η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.

Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον.

Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος. . . Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.

ΛΗΡ Από τον τάφον διατί με θέλετε να έβγω!... Ψυχή μέσ' 'ς τον παράδεισον συ είσαι... κ' εγώ είμαι εις ένα πύρινον τροχόν δεμένος, και με καίουν ωσάν λυωμένον μέταλλον τα δάκρυα που χύνω! ΚΟΡΔ. Μ' αναγνωρίζεις; ΛΗΡ Είσαι συ ψυχή. Εγώ το 'ξεύρω. Πότε απέθανες και συ; ΚΟΡΔ. Ακόμη συγχυσμένα, ακόμη! ΙΑΤΡΟΣ Δεν εξύπνησεν όλως διόλου. Έλα, να ησυχάση άφες τον.

Πανταχού εις κρύσταλλον, χρυσόν, κυανόλιθον και πορφυρίτην κατωπτρίζετο το φως της λαμπάδος. Το παπικόν δωμάτιον ωμοίαζε τον παράδεισον του Αγ. Ιωάννου, όστις ως γνήσιος Εβραίος ηρέθηζε των συμπατριωτών του την πλεονεξίαν, περιγράφων την κατοικίαν των μακάρων διά χρυσού και αδαμάντων εστρωμένην.

Αυτός εις το περίφημον επικόν ποίημα το καλούμενον Θείαν Κωμωδίαν περιγράφων την κατά φαντασίαν περιπλάνησίν του εις τον Άδην και την διά του Καθαρτηρίου εις την Παράδεισον μετάβασιν βλέπει εντός του Παραδείσου τον Ιουστινιανόν περιβεβλημένον αίγλην φωτός εξαισίαν θαμβούσαν την όρασιν.

Εις τούτον τον Παράδεισον, που δεν σε περιμένει ουδέποτε τρυφή, χωρίς χυδαία όνειρα κοιμούνται κουρασμένοι οι αληθώς σοφοί. Σεις όσοι εφορέσατε ακανθωτούς στεφάνους και θρόνους εσαρώσατε, κι' από σκηπτούχους Καίσαρας κι' αιμοχαρείς τυράννους λαούς απελυτρώσατε. Σεις όσους δεν επτόησεν ακόλαστος Σατράπης διά των μαρτυρίων, και άφθονον εχύσατε την δρόσον της αγάπης και εις ψυχάς αγρίων.

Αφού ο Ύψιστος, κατά τον ιερόν Αυγουστίνον και Λακτάντιον, δ ε ν α π ο σ τ ρ έ φ ε τ α ι τ α ς α ν θ η ρ ά ς α τ ρ α π ο ύ ς ο σ ά κ ι ς α ύ τ α ι ο δ η- γ ώ σ ι ν η μ ά ς π ρ ο ς α υ τ ό ν, διατί ν' αναζητώμεν τον Παράδεισον δι' ακανθών, τριβόλων και νεροβράστων χόρτων, ακροώμενοι έρρινα άσματα και ασπαζόμενοι δυσμόρφους εικόνας; Αλλ’ επανέλθωμεν εις το προκείμενον και έστω το σφάλμα των παρεκβάσεών μου εις τας πεντήκοντα επτά των Αθηνών εφημερίδας και τους τέσσαρας κώδωνας της Ρωσσικής εκκλησίας, διακόπτοντας ανά πάσαν στιγμήν το νήμα της διηγήσεώς μου.

Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας. — Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .