United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;

Αναγνωρίζεις ότι είσαι ασθενέστερος; παύσον πάλιν αυτήν την περιπλάνησιν και φέρε εις τον δεσπότην σου χώμα και ύδωρ· έπειτα διαπραγματευόμεθαΕις ταύτα ο βασιλεύς των Σκυθών Ιδάνθυρσυς απεκρίθη· «Ούτως έχουσι τα κατ' εμέ, ω Πέρσα· εγώ ακόμη δεν έφυγα φοβηθείς κανένα άνθρωπον, ούτε πρότερον ούτε τώρα φεύγω σε· ούτε πράττω σήμερον άλλο παρ' ό,τι πράττω συνήθως και εν ειρήνη.

Και έλεγε: — Δεν με αναγνωρίζεις, ω Άνθρωπε; και όμως συ, προ παντός άλλου, να με αναγνωρίσης ώφειλες, διότι, εάν δεν αναγνώριζες σήμερον το χθεσινόν δημιούργημα των ιδίων χειρών σου πώς είχες την αξίωσιν να γνωρίζης τον κόσμον, τον οποίον άλλος εδημιούργησε;. . . τον κόσμον, όστις αυτός εαυτόν αγνοεί;. . . τον κόσμον τον απέραντον, του οποίου το άκρον ανεζήτησα και δεν ανεύρον· του οποίου το κέντρον ηρεύνησα και ουδέν κατώρθωσα να καθορίσω;. . .

Αυθέντη, τότε λέγει ο Καλάφ του πατρός του, αναγνωρίζεις τώρα το σφάλμα σου, που ενόμιζες ότι ο Ουρανός μας είχεν αφήσει να χαθούμεν; αυτός δεν έχει κουφά αυτιά προς εκείνους που ρίχνουν όλες τους τες ελπίδες προς αυτόν.

Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη τις, η ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν, όπου αλλαχού μεν αναγνωρίζεις τον Κ ο υ ρ έ α τ η ς Σ ε β ί λ λ η ς και τους Δ ρ α γ ό ν ο υ ς του Β ι λ λ ά ρ και την Κ ό ρ η ν της Α γ γ ώ, αλλαχού δε απορείς προς το γνώριμον του μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής.

ΛΗΡ Από τον τάφον διατί με θέλετε να έβγω!... Ψυχή μέσ' 'ς τον παράδεισον συ είσαι... κ' εγώ είμαι εις ένα πύρινον τροχόν δεμένος, και με καίουν ωσάν λυωμένον μέταλλον τα δάκρυα που χύνω! ΚΟΡΔ. Μ' αναγνωρίζεις; ΛΗΡ Είσαι συ ψυχή. Εγώ το 'ξεύρω. Πότε απέθανες και συ; ΚΟΡΔ. Ακόμη συγχυσμένα, ακόμη! ΙΑΤΡΟΣ Δεν εξύπνησεν όλως διόλου. Έλα, να ησυχάση άφες τον.

Πήγε κατ’ ευθείαν στην τοκογλύφο και γέλασε όταν κατάλαβε πως εκείνη δε τον αναγνώρισε αμέσως και τον υποδέχτηκε καλοσυνάτα νομίζοντας πως είναι ξένος, ένας υπηρέτης που τον έστειλε κάποιος κτηματίας για να ζητήσει λεφτά. «Καλίνα, γριά καρακάξα, δε με αναγνωρίζεις; Κι εσύ όμως αδυνάτισες

Αλλ' η κίνησις αύτη έκαμε να πέση εις τα οπίσω η κουκούλα, ήτις εκάλυπτε την κεφαλήν του, και όλον το φως έπεσεν επί του προσώπου του. Ο Γλαύκος, όστις εκάθητο εκεί πλησίον, ιδών την μορφήν του Χίλωνος, ανεπήδησεν από το κάθισμά του και εστάθη έμπροσθεν αυτού. — Δεν με αναγνωρίζεις, Κήφισσε; ηρώτησεν. Η φωνή του είχε τι τόσω το τρομερόν, ώστε ρίγος διέτρεξεν όλους τους παρεστώτας . . .