United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ν' ανθέξ' εις τόσα κάλλη την ράχη να γυρίση; να μη του φέρη ρίγος και της σαρκός το χνούδι;... δόξα πολλή 'στόν Βούδδα, μα να με συγχωρήση αν του ειπώ με σέβας πως είναι 'λίγο βούδι. Κι' εμπρός μου είχαν έλθει μια φορά γυναίκες πονηραί να με τρελλάνουν, που ήσαν σαν τα κρύα τα νερά, και άρχισαν τα μάγια να μου κάνουν.

Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.

Τόσον ρίγος επροξένει η στιγμή αύτη, όπερ ηδύνατο να παγώση και την καρδίαν του ανθρώπου, εις τόσον θερμά του στήθους μέρη τρυπωμένην. Και μετά την νέκρωσιν της καρδίας επέρχεται η παραφροσύνη. Άλλοι λέγουσι το εναντίον, ότι νερουλιάζει το μυαλό· αλλά το ίδιο είνε . . .

Και η φριξ του δρυμού, ριγηλή, παγερά, θρηνώδης, θροούσα διά δένδρων και κρημνών, έφθανεν αντικρύ εις την άλλην ημερωτέραν πλευράν, και μετέδιδε το ρίγος της εις τους ώμους και την ράχιν των δύο νυκτερινών οδοιπόρων. Είχαν φθάσει ήδη εις το πρώτον ύψωμα, οπόθεν ήρχιζαν να εκτείνονται αριστερά των ελαιώνες.

Ρίγος έπεσεν επί πάντας αυτούς καθώς ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς, και ευχαρίστησε τω Θεώ επί τη επικειμένη κυρώσει της δεήσεώς Του. Και τότε, υψώσας εις τους καθαρωτάτους τόνους την φωνήν εκείνην της φοβεράς εξουσίας, και εκφέρων, ως σύνηθες παρ' αυτώ εις τοιαύτην ευκαιρίαν, τας συντομωτάτας φράσεις, έκραξε: &«Λάζαρε, δεύρο έξω!»&

Τινές των πλευρών έφερον ίχνη εμπρησμού και καταστροφής, διερχόμενος δέ τις διά νυκτός υπό τους παλαιοκτίστους εκείνους ορόφους, ησθάνετο διπλούν ρίγος, το ρίγος της υγρασίας και του ευρώτος, και το ρίγος του φόβου. Ευτυχής δε θα ήτο αν ο φόβος δεν προέβαινε μέχρι δεισιδαιμονίας.

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου; — Πλησίασε και θα εννοήσης. Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα. Λέγει το Φάσμα: — Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων. Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου επροξένησε ρίγος.

Ο Έφις ένοιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά, έκοψε όμως μια μικρή μαργαρίτα, μάσησε το κοτσάνι και είδε χωρίς φθόνο την Γκριζέντα και τον Τζατσιντίνο να αγκαλιάζονται. Ο Θεός να τους ευλογεί και να τους περιβάλλει πάντα έτσι, με ήλιο και με φως. Το απόγευμα το πανηγύρι ζωήρεψε περισσότερο.

Με πιάνει ρίγος ακόμα όταν το σκέπτωμαι, κι απορώ αν το θαυμάσιο ηθικό αποτέλεσμα της πρόζας εκείνου του μάγου συγγραφέως, που κάποτε με πνεύμα αφρόντιστης γενναιοδωρίας προς την αμόρφωτη τάξη της κοινωνίας μας εκήρυξε ότι η διαγωγή είναι τα τρία τέταρτα της ζωής, δεν θα εκμηδενισθή ολότελα από την ανακάλυψη ότι οι paeons δεν είναι καλά βαλμένοι. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Α! τώρα καταντάς πια φλύαρος.