United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεμακρυσμένη τις και ασθενής φωνή ηκούσθη άδουσα, αλλά μόλις ηκούετο. Όσον ο Βελμίννης έτεινε τα ώτα, τόσον η φωνή καθίστατο ασθενεστέρα. Με σφοδρούς παλμούς καρδίας ήρπασεν ο αλιεύς τας κώπας και ήλασε προς το μέρος οπόθεν τω εφαίνετο ερχομένη η ηχώ της φωνής. Αλλ' εις μάτην. Όσον η λέμβος επλησίαζε, τόσον το άσμα απεμακρύνετο, εωσού τελείως απεσβέσθη και εσίγησεν.

Ερχομένη η συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της Σχυρίνας ότι θα βάλω εις έργον το τάξιμόν μου.

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά. — Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!

Εκεί &εβίγλιζα&, ήτοι ήμην &καραούλιείχα δηλαδή σκοπιάν, μήπως φανή που ερχομένη ψυχή ανθρωπίνη, διαβάτου ή γείτονος, ώστε να τους δώσω εγκαίρως είδησιν να παύσουν, και να έλθουν ευπρόσωποι προς το μέρος που εκαθήμην. Εκόντευε μεσημέρι, και δεν είχεν ακόμη μισό μπόι βάθος ο λάκκος. Ο ιδρώς περιέρρεε τα μέτωπα και τους λαιμούς των. Εζήτησε να πίη νερόν ο Νικολός, αλλ' εστάθη.

Και αφού της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά θαυμασμένη και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην ηξεύροντας τι να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν εις τους πόνους της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν της, έτσι άρχισε να της λέγη.

Η Ελλάς απ' εναντίας επεζήτησεν επανειλημμένως να κανονίση τα του χρέους τούτου, ερχομένη εις συμβιβασμόν.

Ο Σαϊτονικολής τον παρετήρησεν άναυδος επί τινας στιγμάς, μεθ' ό του είπεν αυστηρώς: — Είντα λόγια 'νε, μωρέ, αυτανά που λες; Εξανακούστηκε να λέη το παιδί στον κύρη του πως θέλει παντριγιά γιατί δεν βαστά μπλειο; Και έπειτα εξαφθείς: — Να χαθής από μπρος μου, γάιδαρε, να μη σε θωρώ! του είπεν. Εγώχα στο νου μου να σε παντρέψω την ερχομένη Λαμπρή, μα 'δα, μούδε την ερχομένη, μούδε την αποπάνω.

Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς.

Το προσεχές θέρος θα εγίνοντο οι γάμοι· συχνά εκουδούνιζαν τα αυτιά του, όσες φορές εμιλούσαν γι' αυτό οι φίλοι του. Μέσα εις τον Μύλον ήτο φέγγος και θαλπωρή ηλίου, έθαλλε το ωραιότερον των Άλπεων Ρόδον, η φαιδρά, η μειδιώσα Μπαμπέττα, ωραία ως η ερχομένη Άνοιξις, η Άνοιξις, που κάνει τα πουλιά να κελαϊδούν θέρος και γάμον.

Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ερχόμενη. Ήτον ο Μανώλης ο Πολύχρονος με την παρέαν του, από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα», αλλ' εκείνην την στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν.