United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε. — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . . Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου. Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον χείρα της. Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.

Εγώ τότε, Κρίτων, ως κεραυνόπληκτος από αυτό το επιχείρημα, έμεινα άναυδος και αναπολόγητος· ο δε Κτήσιππος ηθέλησε να έλθη εις βοήθειάν μου και ανέκραξε·Πυππάξ, ω Ηράκλεις! τι θαυμασία λογική! — Και ο Διονυσόδωρος. — Τι; είπεν· ο Ηρακλής είναι πύππαξ, ή ο πύππαξ Ηρακλής; — Και ο Κτήσιππος, — Ω θεέ μου, είπε, τι φοβερά σοφία! αποσύρομαι και εγώ· αυτοί οι άνθρωποι είναι ακαταμάχητοι.

Όλων η χαίτη ήτο βαμένη γαλανή, αι οπλαί των ήσαν τυλιγμέναι εις ψιάθινα υποδήματα, το δε τρίχωμά των μεταξύ των ώτων, εσχημάτιζε θυσάνους δίκην φενάκης. Με τας πολύ μακράς ουράς των εκτύπων ελαφρά τα οπίσθια σκέλη των. Ο Ανθύπατος έμεινεν άναυδος από τον θαυμασμόν του. Τα ζώα εκείνα ήσαν θαυμάσια, εύκαμπτα ως ερπετά και ελαφρά ως πτηνά.

Ο Ζευς μου έρριψε φοβερόν βλέμμα οργής και μου είπε• Τις πόθεν είς ανδρών, πόθι τοι πόλις ηδέ τοκήες; Εγώ δε όταν ήκουσα την φωνήν του Διός παρ' ολίγον ν' αποθάνω εκ του φόβου και έμενα άναυδος και ξεκουφαμένος υπό της βροντώδους εκείνης φωνής.

Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της συζύγου του από της συγκινήσεως. Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη.

Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος, τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην. Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον. Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος.

Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα κινδύνου, παγωμένη. — Θεια-Αννούσα! Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και άναυδος.

Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη.

Η Αϊμά έμεινε με το στόμα κεχηνός θεωρούσα αυτόν, άναυδος και κατάπληκτος. Ο φιλόσοφος έθηκε την χείρα επί του στόματος όπως επιτάξη σιγήν, και προέβη μετά σοβαρότητος προς την νεάνιδα. Η παραμονή. Η επανατέλλουσα ημέρα ήτο η προτεραία της κθ' Μαΐου 'αυνγ'. Οποίον ρίγος έπρεπε να διατρέχη τας φλέβας των Ελλήνων!

Ο Σαϊτονικολής τον παρετήρησεν άναυδος επί τινας στιγμάς, μεθ' ό του είπεν αυστηρώς: — Είντα λόγια 'νε, μωρέ, αυτανά που λες; Εξανακούστηκε να λέη το παιδί στον κύρη του πως θέλει παντριγιά γιατί δεν βαστά μπλειο; Και έπειτα εξαφθείς: — Να χαθής από μπρος μου, γάιδαρε, να μη σε θωρώ! του είπεν. Εγώχα στο νου μου να σε παντρέψω την ερχομένη Λαμπρή, μα 'δα, μούδε την ερχομένη, μούδε την αποπάνω.