United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι, ο Ξανθόςκι' έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι' η χαίτη 405 ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμουτι τούδωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Ναί, θα σε σώσουμεθα δεις, θεόμορφε Αχιλέακαι τώρα ακόμα, μα η αβγή πλακώνει πια η στερνή σου.

Εγώ όμως δε θα παραβγώ με τ' άπιαστα άλογά μου, τι τέτιο χάσανε αμαξά στον κόσμο ξακουσμένο, 280 κατάκαλο, που πάντα αφτός τις χαίτες τους περέχαε λάδι ξανθό, αφού τάπλαινε μες στο καθάριο ρέμα. Αφτόνε τ' άτια μου ποθούν, και με σκυμένο χάμου στέκουν κεφάλι και τη γης αγγίζει η πλούσια χαίτη. Όμως ζωστείτε οι άλλοι σας να τρέξτε εδώ, όπιος έχει 285 φαριά γερά και του βαστάει το σφηνωμένο αμάξι

Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική.

Κι' εγώ ποτέ δεν ήθελα να κύψω τον αυχένα εις ένα τέτοιο βάναυσο και άτεχνο ψαλλίδι, κι' εφούντωνε της κεφαλής το δάσος ολοένα, και ήτο μόνος πλούτος μου η κόμη και στολίδι. Πόσην κι' η κόμη καλλονήν 'στην ποίησιν προσθέτει! με τι ρωμαντικότητα το μέτωπον λαμπρύνει! επάνω εις τους ώμους μου απλώνετο ως χαίτη, κι' εχώρει όλων των Μουσών κρησφύγετον να γίνη.

Τη θέσι μου »'Τ αξίωμά μου χάνω,» « Σεις! πρώτοι, σεις αδέλφια μου, » Γκούρα μου· και Κωλέτη, . » Σεις, πρώτοι σεις σκωθήκαταν » Απάνω μου. Σεις πρώτοι »'Στή φυλακή μ' ερρίξαταν » Μ' εκάματαν δεσμώτη! » Σεις, πρώτοι του θανάτου μου » Γενήκαταν οι αίτιοι! . . .» Και να!, όλος γεράματα Με 'σκορπισμένη χαίτη Σηκόνετ' ένας γέροντας. 'Σάν έλατ' ωρθωμένο. Με μέτωπο 'περήφανο. Κι' απάνω χιονισμένο.

Όλων η χαίτη ήτο βαμένη γαλανή, αι οπλαί των ήσαν τυλιγμέναι εις ψιάθινα υποδήματα, το δε τρίχωμά των μεταξύ των ώτων, εσχημάτιζε θυσάνους δίκην φενάκης. Με τας πολύ μακράς ουράς των εκτύπων ελαφρά τα οπίσθια σκέλη των. Ο Ανθύπατος έμεινεν άναυδος από τον θαυμασμόν του. Τα ζώα εκείνα ήσαν θαυμάσια, εύκαμπτα ως ερπετά και ελαφρά ως πτηνά.

Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου . . .

Αν οι Έλληνες έκαναν την κριτική μονάχα της γλώσσας θα ήταν πάλιν οι πιο μεγάλοι τεχνοκρίτες του κόσμου. Η γνώση των αρχών της πιο υψηλής Τέχνης είναι και γνώση των αρχών όλων των τεχνών. Μα βλέπω ότι το φεγγάρι κρύβεται πίσω από ένα θειαφόχρωμο σύννεφο. Μέσ' από μια μαυρειδερή χαίτη, που αναταράζεται, λαμπυρίζει σαν μάτι λιονταριού.

Το σιδερόξυλοσιδερόξυλο είνε όσο και αν το κουτσουρέψης· όσο και αν του μαδήσης την κορφή, αν του ζεματίσης τα φύλλα, αν του πριονίσης τα κλαδιά. Ο λέονταςλέοντας λέγεται όσο και αν του ψαλλιδίσης τη χαίτη, αν του κόψης την ουρά, αν του βγάλης τα νύχια, αν του ξεριζώσης τα δόντια. Φτάνει το βρύχημά του να σε ρίξη στα Τάρταρα.

Είδες της μάγισσαις! Καλά εγώ το υπώπτευσα. Το παιδί μου, το καλό παιδί μου εκείνο, ο Μοναχάκης μου, οπού ήτανε σαν κορίτσι να καταντήση σε τέτοιο κατάντιο! . . . Εβρυχήθη ωσάν λέων που του τράβηξαν την χαίτη μέσα εις το κλουβί. Και εγώ ήθελα να της τον δώσω γαμβρόν της μιας κόρης της.