United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει· και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω, ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου· μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω; ΡΩΜΑΙΟΣ Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.

Ότε εφαινόμην πλούσιος, μ' εχαιρέτων από πολύ πλησίον, και έλεγον από πολύ μακράν: — Α, τον άτιμον! Και ήσαν οι ίδιοι εκείνοι, οι οποίοι προ στιγμής με εξύμνουν. Και ήμην ο ίδιος και εγώ! δ'. — Αλλά τότε πού ευρίσκομαι; ποίους ευρίσκω; και το βιβλίον, όπερ εις χείρας μου κρατώ, και εις έκαστον βήμα μου από μίαν σελίδα του χάνω, διά ποίους εγράφη;

Ο Φλέρης και ο Μιστράς τον κυττάνε εκστατικοί. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑχ! κύριε Τάσσο μου. Αχ! δε βαστάω πια. Δεν μπορώ να στο κρύψω. Θα με κολάση ο Θεός. Έλα, κύριε Τάσσο μου. Έλα, πρόφτασε. ΦΛΕΡΗΣΤι τρέχει; Τι είναι. Μίλα. Χάνω τα μυαλά μου. Αθεόφοβε τι είν' αυτό πού κάνεις; Ξέρεις τι κάνεις; Μίλα! Μίλα! Τι μου κρύβετε; Μιλάτε . . . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑχ! κύριε Τάσσο. Σε γυρεύει η δυστυχισμένη.

Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάριτο ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμίτο άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.

Αλλ' εις ολίγον έρχεται οπίσωτον Ρωμαίον, που τον επήρεν ο θυμός κ' εκδίκησιν γυρεύει, και πιάνονται και πολεμούν 'σαν αστραπή κ' οι δύο. Πριν σύρω έξω το σπαθί κ' εγώ να τους χωρίσω, θανατωμένος έπεσετο χώμα ο Τυβάλτης, κ' εκεί αμέσως στρέφεται και φεύγει ο Ρωμαίος. Εάν σου είπα ψεύματα, να χάνω την ζωήν μου.

Και μ' είπε: «Κωνσταντίνε μου. » Μονάκριβο παιδί μου, » Σε σκιάζουνε το σώμα μου « Κ' η αχνισμένη όψι; » Δεν 'ξέρεις πως για 'σένανε » Ηθέλησα απόψε » Να ξαναλάβω μια στιγμή » Το αίμα, τη ζωή μου;» « Δεν ξέρεις πως για σένανε » Για μια στιγμή τον Άδη » Αφήκα και ξανάρχομαι » Εδώτο κόσμο 'πάνω, » Και συ, και συ με σκιάζεσαι;» Κ' εγώ τα λόγια χάνω.

Λοιπόν κύριε Αριστόδημε· το χέρι σας; για τελευταία φορά· του είπε ο Περαχώρας, μπαίνοντας στο γραφείο με το καπέλλο στο χέρι. — Και σας ευχαριστούμε για την τόση σας φιλοξενία! επρόσθεσε ο Γκενεβέξος από πίσω του. — Ω κύριοι· εψιθύρισε ο Αριστόδημος, σκύβοντας ταπεινότατα το κεφάλι του. Λυπούμαι πολύ που χάνω την πολύτιμη συντροφιά σας.

Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.

Μα σαν πόσα; — Τρακόσες δραμές· για τρακόσες δραμές χάνω την υπόληψί μου! είπεν ο βλαχοποιμήν δακρύων. Ο Δημήτρης είχε συγκινηθή κατά την διήγησιν του γέροντος. Παρά τοις βλάχοις κ' εν γένει εις τας μικράς κοινωνίας, θεωρείται μεγάλη προσβολή ν' αρραβωνισθή τις μίαν κόρην κ' έπειτα να την αφήση.

Ξέρω μονάχα πως είναι αληθινό αυτό που θα σας πω. ΓΙΑΓΙΑ Τι λοιπόν; Να, ο πατέρας είναι κακός, είναι κακός. ΓΙΑΓΙΑ Μπα παιδάκι μου καλό να σούρθη, τι είν' αυτά που λες για τον πατέρα σου! ΑΝΝΟΥΛΑ Ναι είναι κακός, είναι κακός. Μπροστά του αιστάνουμαι τον εαυτό μου τιποτένιο. Εκείνη η ματιά του, όταν με βλέπει τόσο άγρια τις στιγμές που του μιλώ με κάνει να χάνω τα λόγια μου.