Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων.

Μα τώχε βρη το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε. Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τι μ' αποδιώχνεις έτσι σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα, και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϊμένος σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;

Δεν είμαι ως από βαρύπνον να ξυπνώ ύπνον. Ξέρετε πως τα δάκρυά μου ποτάμια τρέχουν και σε πολλούς με πλάνησε δρόμους η έννια. Κι ό,τι σωτήριο φάνηκε στους στοχασμούς μου εις πράξιν ευθύς το ’βαλα. Του Μενοικέως τον υιόν Κρέοντα έστειλα, τον συγγενή μου, εις το μαντείον των Δελφών για να ρωτήση, τι κάμνοντας ή λέγοντας την πόλιν σώζω.

Θελά μισέψω, και θα πάω πολύ μακριά στα ξένα, Μακριά οχ τ' εσένα που αγαπώ· αλοίμονο σ' εμένα! Ήμουν κοντά σου κι έζηγα, και τώρα να σ' αφήσω, Να ξεμακρύνω, πώς μπορώ, χωρίς να ξεψυχήσω. Στοχάζομαι το χωρισμό, και ξαπορώ, και φρίζω, Κι' άντα τον εινορεύομαι ξυπνώ, και λαχταρίζω. Το χωρισμό σου, αγάπη μου, σήντα τον συλλογιούμαι, Σα φύλλο από τον άνεμο ταράζομαι και σιούμαι.

Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβυσα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελλί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί. — Τα διάβασα όλα, του είπα, κ' είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλλαρο για την καλωσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο. Κ' έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου.

Αχ! τότε σαν ακόμη παραζαλισμένος απ' τον ύπνο απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν και τη στιγμή εκείνη ξυπνώχείμαρρος τα δάκρυα ξεσπούν από τη βαρεία καρδιά μου και κλαίοντας απαρηγόρητα αποβλέπω προς το σκοτεινόν μέλλον. 22 Αυγούστου. Δυστυχία μου, Γουλιέλμε! Η ενεργητικές μου δυνάμεις επαγιδεύτηκαν μέσα σε μιαν ανήσυχην αργία· δεν μπορώ να είμαι αργός, και όμως τίποτε δεν μπορώ να κάμω.

Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάριτο ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμίτο άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.

Εγώ που εκαμώνουμουν πως εκοιμώμουν, και εκαταλάμβανα πολύ καλά την γλώσσαν τους, αφού ήκουσα όλην την ομιλίαν τους, επροσποιήθηκα πως τότε ξυπνώ, χωρίς να δείξω σημείον ότι ήκουσα την ομιλίαν τους· όμως μέσα μου έβαλε την καρδίαν εις ανησυχίαν.

Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα.

Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει: «Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου. Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν