Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.

Ανάλυσα, κι' εχάθηκα, ζωή πλιο δε γνωρίζω. Η όρεξί μου εσβύστηκε, και ύπνο δεν ορίζω. Δεν είν' στιγμή να μη μουρθής στο νου, στο λογισμό μου· Ως και στον ύπνο αδιάκοπα σε βλέπω στο είνορό μου. Εσένα διαλογίζομαι, εσένα συλλογιούμαι· Εσέ στα ξύπνια μου θωρώ· εσέν' άντα κοιμούμαι. Σαν το κερί μες τη φοτιά, και στη νοτιά το χιόνι, Ο έρωτας το σώμα μου το τρώγει και το λιόνει.

Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει: «Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου. Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.

Πολλοί με φθονούν και με κατατρέχουν και περισσότερον από όλους ο Μίκυλλος ο γείτονας. ΜΙΚ. Σου μοιάζω• σαν κι' εσένα κλέβω κι' εγώ τα πιάτα. ΠΕΤ. Σώπα, Μίκυλλε, να μη μας ακούση. ΣΙΜ. Το καλλίτερο είνε να μη κοιμούμαι και να κάθωμαι να τα φυλάττω όλα. Και τώρα ας σηκωθώ να κάμω ένα γύρο στο σπίτι. Ποιος είνε εκεί; Σε βλέπω κλέφτη... αλλ' όχι είνε στύλος. Καλά.

Ας είναι! δεν πειράζει· κοιμούμαι και σε πέτραφτάνει να είμαι μόνος. Έλα δα που στο κρεββάτι που πλάγιασα είταν ένα σωρό κόσμος μαζί μου. Πολέμησα τρεις ώρες. Σκότωσα μερικούς και μερικές, όσους κι όσες μπόρεσα. Οι άλλοι κ' οι άλλες μ' έφαγαν. Οι πέτρες είταν από μέσα κούφιες και κατοικημένες. Νόστιμοι μικρούτσικοι κάτοικοι, με του μελιού το χρώμα. Το αίμα μου στην Τήνο απόμεινε όλο.

Δακρύζουν τα ματάκια της και τέτοια λέει ο νους της. — Γιατί με κακοπάντρεψες, μανούλα με κλαρίτην, Που κάνει μήνες στα βουνά και ξάμηνα στους κάμπους; Άλλοι του πάνε το ψωμί, άλλοι του παν τα ρούχα, Κ' εγώ κοιμούμαι μοναχή χειμώνα καλοκαίρι, Με την ροκούλα μου αγκαλιά τ' αδράχτι στο ζωνάρι, Βρέξε, χειμώνα, χιόνισε κλείσε τα κορφοβούνια, 'Ρίξε ένα πετροχάλαζο κ' ένα πυκνό δρολάπι, Για να πνιγούν τα χειμαδιά κ' οι κάμποι να χαλάσουν, Για να βραχούν τα πρόβατα, τα κόθρα να μοσκέψουν, Και να σαπούν τα ράμματα, να πέσουν τα τρουκάνια, Να χάση ο γιός μου την κοπή, την στάνην ν' απαριάση, Να φορτωθή τον αραγό, νάρθη να ζάη στο σπίτι.

Δεν πρέπει να είταν όνειρο. Δε θέλω να είταν όνειρο. Πέφτω και πλαγιάζω. Κοιμούμαι, δεν κοιμούμαι, πού να το ξέρω; Μέρα και νύχτα, ύπνος και ξύπνος είναι το ίδιο. Γέρνα από δω, γέρνα από κει. Πέφτω στο κρεββάτι και κυλιούμαι. Σφάλνα τα μάτια, σαν μπορείς. Μόνος! Ολομόναχος! Έρημος απόμεινα και μόνος. Έφυγε, έφυγε βιαστικά. Για να μη μας διή κανένας; Λέλα, Λέλα, πού είσαι;

ΚΡΩΒ. Όχι όλοι• μερικοί είνε καλλίτεροι, άλλοι μεγαλείτεροι στην ηλικίαν και άλλοι ασχημότεροι. ΚΟΡ. Πρέπει να κοιμούμαι και με αυτούς; ΚΡΩΒ. Ναι, κόρη μου, διότι οι άσχημοι δίδουν και τα περισσότερα, οι δε ώμορφοι νομίζουν ότι σου κάνουν και χάρι με την ωμορφιά των.

Μπονζούρ, κύριοι μεγάλοι της Ευρώπης διπλωμάται... Στην υγείαν σας πως είσθε; . . εδώ πέρα πώς περνάτε; Εγώ, κύριοι μου, δόξα τω Υψίστω, υγιαίνω, Τρώγω μ' όρεξι, κοιμούμαι, σεργιανίζω και παχαίνω. Εν συντόμω εδώ πέρα σαν ημίθεος περνώ . . . Μολοντούτο κι' εν τοσούτω ταπεινά σας προσκυνώ.

Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώτην ξενητειά μου τάχω Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι Κ' εγώ με τέτοια δάκρυατα 'μάτια μου πηγμένα! Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυάτα ξένα! Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη Ύστερ' από βαρειά βροχή.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν