United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς.

Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε, — Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνειΩς π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεταιτον Άσπρο, μα τα μάτια μας. Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας, Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα. Μήνες περνούνε.

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Κ' έφυγε' πιάσ' ταμπέλια της που λέει κ' η παροιμία. Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη. Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.

Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Απ' τη μέρα του γάμου του, που πήγαιναν οχτώ μήνες τώρα, ο Νίκος ούτε παρέες πια στα Πατήσια και στο Μοσχάτο, ούτε πιοτί στα υπόγεια του Άι-Φίλιππα και της Πλάκας κοντά στα μεγάλα βαρέλια ταραδιαστά, με τους μεζέδες απάνω στο στράτσο απ’ το μπακάλη βουτηχτούς σταλατοπίπερο, ούτε μπιλιάρδο στον καφενέ. Τίποτα πια! Απ’ το μαγαζί και στο σπίτι.

Ο μοναδικός αδελφός του πατέρα μου βασίλευε σε μια γειτονική χώρα, και είχε δυο παιδιά, μια κόρη και ένα γιό, ίδια ηλικία με μένα. Καθώς μεγάλωνα και μου επιτρεπόταν μεγαλύτερη ελευθερία, πήγαινα κάθε χρόνο επίσκεψη στην αυλή του θείου μου, και συνήθως έμενα εκεί περίπου δυο μήνες. Λόγω αυτού ο ξάδελφος μου και εγώ γίναμε στενοί φίλοι και είμαστε πολύ δεμένοι.

Εξέτασε χθες τη γυναίκα σου και μ' εβεβαίωσε ότι μετά πέντ' έξ μέρες θα γεννήση! . . . Με παρετήρει, ως να μην εννοούσε . . . Μετά τινα δευτερόλεπτα με λέγει, και η σιαγών του έτρεμε πολύ τώρα. — Πώς δηλαδή; . . . — Μα δεν εννοείς, καϋμένε άνθρωπε; Η γυναίκα σου είνε μόλις έξ μήνες που ήλθε και . . . Απέστρεψα το πρόσωπον, διότι κάτι μου έσφιγγε τον λαιμόν.

Κι' όμως υπήρχαν και καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε φύγει αντήμερα του Άη-Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες πρωτύτερα και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί καμμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δύο-τρεις μέρες πρωτύτερα από τους εννιά μήνες... Η μάννα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο άρχισε να λέη στο παιδί της: — .... Παιδί μου!

Επέρασε το Πάσχα, επέρασαν μήνες επί μηνών και ο Μανώλην έμενεν αδιόρθωτος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής έμενεν ακλόνητος εις την απόφασίν του. Και τώρα έλεγεν ότι θα τον απεκήρυττε και θα τον απεκλήρωνεν, αν έπαιρνεν άλλην παρά την Πηγήν. — Εμένα, έλεγεν, είνε παιδί μου η Πηγή.