United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν

Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού. Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε: — Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία... — Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε. — Δε θέλω να γλυτώσω, είπε.

ΜΑΚΒΕΘ Τότε λοιπόν τα ιατρικάτους σκύλους πέταξέ τα! Δεν μου χρειάζονται!,.., Εσύ, την πανοπλίαν φέρε. Δος μου το σκήπτρον... Σεύτων, το ιππικόν να στείλης. — Φεύγουν οι Θάνοι μου, Ιατρέ! —

Όχι... όχι.. Αν έμαθα να διακρίνω τα χρώματα και τις φόρμες της καπότας εγώ που είμαι μια γνησία Ατθίς, τόφερε αυτό η κατάρα, ή καλλίτερα η πολιτική συναλλαγή, που πολύ καλά την χτυπούν τόρα αυτοί οι ανεξάρτητοι, που πέταξε εδώ πέρα τον άντρα μου. Αλήθεια για τον καημένο τον Γιώργο δε σούπα τίποτες ακόμη. Έχει καλά στην υγειά του, δόξα σοι ο Θεός.

Και αυτός ο ξένος, που τα πέταξε κ' έφυγε σαν τρελλός, θα έπαθε φαίνεται. Εις το διάστημα τούτο, ενώ ωμίλει ο γέρων, συγχρόνως περιέκρυψε το δοχείον εντός σάκκου τινός των φύλλων, αι δε γυναίκες ητοιμάσθησαν προς αναχώρησιν. — Θα ήταν στοιχειωμένα! επανέλαβεν ο γέρων. — Λοιπόν τότε κ' ημείς; . . διέκοψεν η Ελένη εν φόβω . .

Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Ιπποκόμοι και βαρκάρηδες άδραξαν τα κουπιά και τα καμάκια, κυνηγώντας το φτωχό άνθρωπο. «Αφήστε τον, είπε η Βασίλισσα, δίχως άλλο έχει εξαντληθή από μακρυνές περιοδείες σε άγιους τόπους». Και βγάζοντας μια χρυσή αλυσσίδα, την πέταξε στον προσκυνητή.

Λες και είπε του αγίου να της πάρη και το μονάκριβό της και να την αφήση έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στο χρόνο αρρώστησε ο μοναχογυιός της και μέσα στο χρόνο την άφηκε και πέταξε απ' την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελλή απ τον καϋμό της και τα μάτια της τρέχανε σα βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συφορά δεν ήτανε άλλη στον κόσμο.

Η Αρσινόη εγείρεται ορμητική και η όψις της εκφράζει απόφασιν αιφνιδίως ληφθείσαν. — Νίνα λέγει προς την τροφόν αν μ' αγαπάς, αν ποτέ με ηγάπησες, τρέξε, πέταξε, φέρε τον Άγγελόν μου εις την στιγμήν. Το θέλω, ακούεις; Εις τα λάμποντα βλέμματα, εις τας εξημμένας παρειάς της κυρίας της η καλή τροφός ανέγνωσεν ολόκληρον δράμα . . . Έφυγε δρομαία.

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.