Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!

Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, αλλ' ήθελετην δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· καιτου μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240

Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφινε να διαβάση. «... Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται...» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κ' έκλεισε τα μάτια του. Πώς του ήρθε να γίνη παπάς; Ούτ' αυτός δεν το καταλάβαινε.

Στέλνει λοιπόν τον Τίτυρο να φέρη το δικό του, αν και το σπίτι ήτανε μακριά δέκα στάδια. Κι ο Τίτυρος, αφού πέταξε το ρούχο του, έφυγε γυμνός τρέχοντας σαν ελαφάκι. Τότε ο Δάμωνας υποσχέθηκε να ειπή την ιστορία της Σύριγγας, που του την είχε μάθει ένας Σικελιώτης παίρνοντας για πλερωμή έναν τράγο κ' ένα σουραύλι.

Δε μούπες πως τους έκοψαν!... Νάχωμε την ευχή τους... Κύτταξε, Μήτρε, το σκυλί, για να μας φοβερίση, Τώρα τα πέταξετη γη και τα ποδοκυλάει... Τα πήρε παραμάσχαλα... Επρόβαλ' ένας άλλος... Αναίβηκετο ψήλωμα.... Διαλαλητής... Τί θέλει;... — Θανάση Διάκε;... Εισ' αυτού;... — Εδώμαι.... Ποιος με κράζει; — Ο αφέντης ο Ομέρπασας... — Στη γη δεν έχω αφέντη.

Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχόμενη πλησίον μας σ' εκύτταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.

ΠΕΛ. Τήραξε κει χάμω καμώματα του μαγκούφι· πέταξε το κεφαλογιούρι μου, και το συγκύλισε, όσο που με τ' όχρισε.....μπα να ρέψης μουρλέ με τα καμώματά σου αλήθεια. ΛΟΓ. Του χάριν κοκοήθως πράττεις; και δη τιμωρητέον σε κοκοηθείας ένεκα. ΧΙΟΣ. Φέρτεν τώρα τα συμάρματαωφού. ΑΝΑΤ. Τι τα πη συμάρματα; εσύ τρελάτικες άνταμ.

Μη την λατρεύης · άφες την, αν είναι και ζηλεύη· πρασινοκίτρινην θωριάν η φορεσιά της έχει, και μοναχά εις τους τρελλούς ταιριάζει · πέταξέ την! Είν' η αγάπη μου εκεί· η δέσποινα μου είναι. Ω! ας το ήξευρε! — Λαλεί. — Όχι·δεν είπε λέξιν αλλά το μάτι της λαλεί. Απόκρισιν θα δώσω. Πλην υπερηφανεύθηκα· δεν ομιλεί εμένα.

Η Κροκάλη δεν ξέρω πώς κατώρθωσε και τώστριψε και κρύφθηκε στο σπίτι της Θεσπιάδος της γειτόνισσας. Εμένα μ' εκτύπησε ο Δεινόμαχος και μου είπε «Γκρεμίσου απ'εδώ» και αφού μούσπασε τους αυλούς μου τους πέταξε. Τώρα πηγαίνω να τα πω στον αφέντη μου• επήγε δε και ο χωρικός νάβρη μερικούς φίλους που έχει εδώ στην πόλι διά να ενεργήσουν να συλληφθή ο Μεγαρεύς και να παραδοθή εις τους πρυτάνεις.

Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν