United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή. Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρταν της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν χάλκωμα, έχυσε νερόν εντός, έρριψε ξηρά ξύλα εις την εστίαν, και ανεβίβασε το χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να φυσά το πυρ.

Μόνον δε όταν ο Κουπώ ολισθήσας κατεκρημνίσθη και συνετρίβη εις το λιθόστρωτον της οδού, η γραία, ως να ικανοποιήθη η προσδοκία της, απεσύρθη και έκλεισε το παράθυρον.

Τα μάτια της μονάχα είχανε ζωηρέψει από μιαν ασυνείθιστη ζωή και δύναμη, σαν από μια μεγάλη απόφαση για ζωή και θάνατο. . κάθε τόσο άνοιγε το στόμα της και το ξανάκλεινε άφωνη. . τέλος πάντων, μόλις έπαψε το ροδάνι της θειας Ελέγκως, είπε με στερεή και ήσυχη φωνή που ακούστηκε παράξενη για την ηρεμία και έντασή της από τόσον καιρό που δεν είχε πια μιλήσει Να πάη η Λιόλια με το Νίκο, θεια Ελέγκω, να σου κόψουνε λουλούδια Και σώπασε-κ' έκλεισε τα μάτια της σα να κουράστηκε απ’ την προσπάθεια και σάματι νάσβησε η λαμπάδα πούφεγγε μέσα στο μυαλά της ή για να μην ιδή τη λάμψη στο πρόσωπο του Νίκου ύστερ’ απ’ αυτά τα λόγια. -Καλά λες, πουλάκι μου!

Έβαλε βαθύν αναστεναγμό και σωριάστηκε απάνω στην αγάπη του. Πετρωμένοι στάθηκαν γύρω οι πιστοί του. Κι' ο νέος ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας σφικτά την καλή του, είπε με σβυσμένη φωνή: — Πιστοί του βασιλιά! Απάνω στο πιο ψηλό βουνό, μες στα δασά, τα ορμάνια, σκάψτε βαθιά ένα λάκκο. Σκάψτε βαθιά ένα λάκκο και θάψτε μαζί το βασιλιά με τη βασίλισσα. Κ' έκλεισε τα μάτια του.

Μόνον εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και: — Αφήκες να σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν' αδειάσης το τουφέκι σου· κ' έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος! Είσαι προδότης! Και τον εσκούντησεν έξω, κ' έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην τσέπη του!

Όταν εισήλθεν εις την κατοικίαν του αυλητού, δεν εγνώριζεν ότι την στιγμήν εκείνην ο παράφρων κατείχετο υπό παροξυσμού και άμα τον είδεν έτρεξε και έκλεισε την θύραν, έπειτα έσυρε μαχαίρι, έδωκε δε εις τον ιατρόν αυλούς και τον διέταξε να παίξη. Και επειδή ο ιατρός δεν ηδύνατο ν' αυλήση, ο παράφρων ήρχισε να τον κτυπά εις τας παλάμας με μάστιγα από λουρί.

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Έκλεισε το λογαριασμό της με τον κόσμο, αφού είπε, πριν πεθάνη, πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά και μέ. Ύστερα από λίγες ώρες έκλεισε τα μάτια της. Τα έκλεισε δίχως αγωνία ήρεμα κ' ήσυχα έτσι όπως σβήνει ένα κερί. Έζησε την ξεχωριστή ζωή της και πέθανε τον ξεχωριστό της θάνατο. Είτανε τόσο αδύνατη, ώστε δεν πάλεψε με το θάνατο. Είχε παλέψει πριν αρκετά με τη ζωή.

Αυτός ξέρει και τα ταχτοποιεί τόσο καλά για όλους μας. Μ' ένα αλαφρό, ευτυχισμένο χαμόγελο έκλεισε τα μάτια και ξαπλώθηκε καλά για ναποκοιμηθή. Όταν όμως συνόδεψα όξω τα παιδιά, φόρεσα το παλτό μου και κατέβηκα και περπατούσα στους ίδιους δρόμους του κήπου, όπου είχαμε περπατήσει λίγη ώρα πριν με τη γυναίκα μου. Είταν ήσυχο, ξάστερο ανοιξιάτικο βράδι με ψιλή παγωνιά.

Οι σοφοί ανταπόδωκαν το φιλοφρόνημα μ' ένα τους χαμόγελο και προσηλώθηκαν πάλε στη μελέτη τους. — Κι αν ο τάφος ήταν των προγόνων μας; ερώτησε ο Αριστόδημος τον αδερφό του κάπως θυμωμένα. — Και των προγόνων μας να ήταν πάλε μούχλα θα μύριζε· απάντησε εκείνος αμέσως. Τι τα θες, ο τάφοςτάφος είνε κι ας έκλεισε μέσα του τον Μέγαν Αλέξαντρο. Είνε καλός για τούτους τους σοφούς.