United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΚΑΣΤΗ Και πώς λοιπόν, ο Πόλυβος δεν βασιλεύει; ΑΓΓΕΛΟΣ Όχι. Τον κρύβει ο θάνατος μέσα στους τάφους. ΙΟΚΑΣΤΗ Πώς είπες γέρο; Απέθανε ο Πόλυβος; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν την αλήθεια δεν σου λέγω, ας με σκοτώσουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Εσύ παιδούλα πήγαινε στον βασιλέα να του αναγγείλης όλ’ αυτά.

ΚΡΕΟΥΣΑ Και τάχ' αυτό τι μ' ωφελεί; ΧΟΡΟΣ Μα δεν αφείνει ο νόμος ικέτας να σκοτώνουνε. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο νόμος με σκοτώνει. ΧΟΡΟΣ Αν σ' είχανε στα χέρια τους. ΚΡΕΟΥΣΑ Οι τρομεροί εχθροί μου νάτοι έρχονται από 'δω με τα σπαθιά στα χέρια. ΧΟΡΟΣ Κάθησε στο βωμό εκεί• εδώ αν σε σκοτώσουν απάνω στους φονιάδες σου το αίμα σου θα πέση. Πρέπει να ξέρη ο άνθρωπος την τύχη να υποφέρη. ΙΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

Τότε λοιπόν ο Ζευς και οι άλλοι θεοί συσκεφθέντες περί του πρακτέου ευρέθησαν εις απορίαν, μη θέλοντες ούτε να τους σκοτώσουν, και, κεραυνώσαντες αυτούς, όπως τους γίγαντας, να εξαφανίσουν το γένοςδιότι τότε θα έπαυαν αι προς αυτούς τιμαί και οι ναοί εκ μέρους των ανθρώπων — , ούτε πάλιν να τους επιτρέψουν τοιαύτην αυθάδειαν.

Καλοκαίρι καιρός π' άναβε το χώμα, και σε λίγο ο μύλος πήρε λαμπάδα, φούντωσε ο καπνός, έτριξαν τα ξύλα και γκρεμίζουνταν οι τοίχοι από δω κι από κει. Ο Λιάκος αγάλι αγάλια απ' το δοκάρι τράβηξε στον τοίχο, έκατσε κοντά στο φεγγίτη. Τον έπνιγε η φωτιά, ο καπνός, μα σώθηκε. Όντας άρχισε να κατακάθεται η φωτιά, ζύγωσαν οι Τούρκοι. Κάνουν έτσι και τον βλέπουν ζωντανό, σκύλιασαν. Ίσα να τον σκοτώσουν.

Τότε ο Θεός, προσβεβλημένος, έκανε τους υπηρέτες αυτού του βασιλιά τόσο κακούς που άρχισαν να συνωμοτούν για να σκοτώσουν τον αφέντη τους. Αυτό και έκαναν. Μάλιστα, αυτός έβαζε να λατρεύουν ένα Θεό όλον από χρυσάφι, γι’ αυτό στο κόσμο έμεινε η συνήθεια ν’ αγαπά τόσο το χρήμα, έτσι που ακόμη και ο συγγενής σκοτώνει το συγγενή για το χρήμα.

Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

Τότε λοιπόν εκείνοι, οι βασιληάδες των Δελφών, με μιας αποφασίσανένα γκρεμό να φέρουνε και να την ρίξουν κάτω, να τη σκοτώσουν την κυρά, που έβαλε κ' εκείνη να θανατώσουν στο ναό ιερωμένον άνδρα• τώρα η πόλις την ζητεί, που τέτοιον άθλιο δρόμο με τρόπο τόσον άθλιο ηθέλησε να πάρη. Ήρθε στου Φοίβου το ναό παιδί κι' αυτή να κάνη και τώρα χάνει και παιδιά και το κορμί της χάνει.

Και ήρχισε να κλαίη πικρώς αλλ' ησύχως, και έρρεον τα δάκρυα της, και επανελάμβανε : ― Θα τον σκοτώσουν ! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! ― Μη κλαίης, Δέσποινα, μη φοβήσαι. Ήθελα να την παρηγορήσω, αλλά δεν εύρισκα λέξεις, και βλέπων τον ήσυχον θρήνον της ησθανόμην κ' εγώ την φωνήν μου εκλείπουσαν, Εις τον νάρθηκα της εκκλησίας συνεκάθηντο ήδη των γειτόνων οι πλείστοι.

Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.

Το δε μονάκριβό μου παιδί το έστειλα κρυφά εις άλλο σπίτι, φοβουμένη μήπως το σκοτώσουν. Επειδή ο πατέρας του ούτε αυτό ούτε εμέ ημπορεί να βοηθήση, διότι λείπει εις τους Δελφούς, διά να ζητήση συγγνώμην από τον Απόλλωνα Λοξίαν διά την ανοησίαν που έκαμεν άλλοτε, όταν επήγε εις την Πυθίαν, διά να ζητήση λόγον από τον Φοίβον διά τον πατέρα του.